Κάνε το Τεστ
χημεία της κατάθλιψης, η χημεία πίσω από την κατάθλιψη, αιτίες κατάθλιψης, τι είναι οι νευροδιαβιβαστές, σεροτονίνη, ντοπαμίνη, θεραπεία κατάθλιψης, κεταμίνη, νέες εξελίξεις στη θεραπεία της κατάθλιψης

Η χημεία πίσω από την κατάθλιψη

Η Χημεία της Κατάθλιψης

Η κατάθλιψη είναι μια συχνή και σοβαρή ψυχική νόσος που επηρεάζει αρνητικά την σκέψη, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά. Οι άνθρωποι με κατάθλιψη έχουν σωματικά και συναισθηματικά συμπτώματα τα οποία παρεμβαίνουν στην καθημερινότητά τους.

Η κατάθλιψη μπορεί να είναι ήπια ως σοβαρή και τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Θλίψη
  • Αλλαγές στην όρεξη
  • Απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που πριν απολαμβάνατε
  • Κόπωση
  • Διαταραχές στον ύπνο
  • Ενοχές
  • Δυσκολία στη συγκέντρωση ή στη λήψη αποφάσεων
  • Αυτοκτονικές σκέψεις

Τα συμπτώματα πρέπει να διαρκούν τουλάχιστον δύο εβδομάδες για να γίνει η διάγνωση της κατάθλιψης και πρέπει να αποκλειστούν άλλα νοσήματα που μπορούν να μιμηθούν τα συμπτώματα της κατάθλιψης (όπως οι παθήσεις του θυρεοειδή ή η ανεπάρκεια βιταμινών).

Η κατάθλιψη επηρεάζει το 6,7% του πληθυσμού κάθε χρόνο. Η κατάθλιψη μπορεί είναι μια σοβαρή νόσος που μπορεί να εμφανιστεί σε άνδρες και γυναίκες και υπάρχει ισχυρή κληρονομικότητα σε συγγενείς πρώτου βαθμού.

Αιτίες κατάθλιψης

Τις τελευταίες δεκαετίες η εξέλιξη της τεχνολογίας και οι τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου έχουν επιτρέψει στους επιστήμονες να δούνε δομικές και λειτουργικές λεπτομέρειες του εγκεφάλου, να αξιολογούν τη νευρική δραστηριότητα και να μετρούν τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών. Αυτές οι μελέτες έχουν δείξει πολλούς υποκείμενους παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της κατάθλιψης και στην παθοφυσιολογία της νόσου.

Η κατάθλιψη είναι όμως μια πολύπλοκη ψυχική διαταραχή και πολλοί παράγοντες εμπλέκονται στην εμφάνιση της. Οι βιολογικοί παράγοντες που μπορεί να προκαλούν κατάθλιψη είναι:

  • Βιολογικές διαφορές: μελέτες έχουν δείξει , σύμφωνα με απεικονίσεις του εγκεφάλου, ότι οι άνθρωποι που έχουν κατάθλιψη έχουν μικρότερο ιππόκαμπο, υπερδραστήρια αμυγδαλή και προβλήματα με το θάλαμο. Επιπλέον οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη από τους άνδρες, πράγμα που σημαίνει ότι και το φύλο παίζει κάποιο ρόλο στην κατάθλιψη και κάποιες εθνικότητες έχουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης από ότι άλλες.
  • Χημεία του εγκεφάλου: οι νευροδιαβιβαστές είναι χημικές ουσίες που μεταφέρουν μηνύματα στον εγκέφαλο. Αυτές οι ενώσεις χρησιμοποιούνται από το νευρικό σύστημα για να μεταφέρουν τα μηνύματα ανάμεσα στους νευρώνες του εγκεφάλου. Στην περίπτωση της κατάθλιψης, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η αρχική βλάβη είναι τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης. Η σεροτονίνη ρυθμίζει τη διάθεση και τα χαμηλά επίπεδα της έχουν συνδεθεί με την κατάθλιψη, και αυτό εξηγεί γιατί τα άτομα που έχουν κατάθλιψη λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή με επιλεκτικούς αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs). Μαζί με την σεροτονίνη υπάρχουν και άλλοι νευροδιαβιβαστές που συμβάλλουν στην κατάθλιψη όπως η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη.
  • Ορμόνες :οι αλλαγές στην ισορροπία των ορμονών στο σώμα εμπλέκονται στην εμφάνιση της κατάθλιψης. Οι δραστικές αλλαγές στα επίπεδα των ορμονών μπορεί να προκληθούν από την εγκυμοσύνη και την περίοδο που ακολουθεί μετά τον τοκετό, και σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται  κατάθλιψη λόγω προβλημάτων του θυρεοειδή, εμμηνόπαυσης και πολλών άλλων καταστάσεων που παρεμβαίνουν στη φυσιολογική παραγωγή των ορμονών. Τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων, τεστοστερόνης και τα υψηλά επίπεδα της κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες, συμβάλλουν στην κατάθλιψη.
  • Κληρονομικά χαρακτηριστικά: η κατάθλιψη είναι πιο συχνή σε άτομα που έχουν συγγενείς που έχουν κάποια διαταραχή της διάθεσης. Αυτό είναι καθαρά θέμα γονιδίων. Οι επιστήμονες προσπαθούν να αναγνωρίσουν ποια γονίδια ακριβώς συμβάλλουν στην κατάθλιψη, αλλά πιστεύεται ότι τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για το μηχανισμό του στρες συμβάλλουν στην κατάθλιψη.

Έχουν γίνει πολλές μελέτες για την κατανόηση των αιτιών που προκαλούν κατάθλιψη και πως αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά για να θεραπευτεί η κατάθλιψη. Οι αιτίες όμως ακόμη και σήμερα δεν είναι απολύτως ξεκάθαρες, αλλά κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι ένα ψυχικό τραύμα στην πρώιμη παιδική ηλικία, οι ορμονικές αλλαγές, το χρόνιο στρες ή η ξαφνική απώλεια  μπορούν να οδηγήσουν σε κατάθλιψη. Οι αλλαγές στον εγκέφαλο και οι αλλαγές στη ροή του αίματος στον εγκέφαλο συνδέονται με την κατάθλιψη.

Τι είναι οι νευροδιαβιβαστές;

Οι νευροδιαβιβαστές είναι χημικές ενώσεις που μεταφέρουν μηνύματα στον εγκέφαλο. Τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου χρησιμοποιούν τους νευροδιαβιβαστές για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτά τα μηνύματα φαίνεται ότι παίζουν ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης.

Το τμήμα που συνδέει δύο νευρικά κύτταρα ονομάζεται σύναψη. Όταν τα κύτταρα θέλουν να επικοινωνήσουν, οι νευροδιαβιβαστές μεταφέρονται και απελευθερώνονται από τα άκρα του προσυναπτικού κυττάρου (άξονας). Καθώς οι νευροδιαβιβαστές μετακινούνται προσδένονται σε συγκεκριμένους υποδοχείς των μετασυναπτικών κυττάρων (δενδρίτες). Για παράδειγμα, οι υποδοχείς σεροτονίνης συλλέγουν τα μόρια σεροτονίνης.

Αν υπάρχει περίσσεια τον μορίων, το προσυναπτικό κύτταρο τα συγκεντρώνει , τα επεξεργάζεται και τα χρησιμοποιεί για το επόμενο μήνυμα. Κάθε τύπος νευροδιαβιβαστή μπορεί να μεταφέρει διαφορετικό μήνυμα και παίζει μοναδικό ρόλο στην χημεία του εγκεφάλου του κάθε ανθρώπου. Οι ανισορροπίες σε αυτές τις χημικές ουσίες συμβάλλουν σε καταστάσεις ψυχικής υγείας όπως η κατάθλιψη.

Σεροτονίνη: ο νευροδιαβιβαστής της χαράς

Το χρόνιο στρες μπορεί να προκαλέσει μείωση στα επίπεδα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Η μειωμένη δράση της σεροτονίνης συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο για επιθετικές συμπεριφορές και απόπειρες αυτοκτονίας. Τα επίπεδα της σεροτονίνης παίζουν ρόλο και στην εποχική κατάθλιψη.

Το φως του ήλιου κρατά τα επίπεδα της σεροτονίνης υψηλά μειώνοντας τη δράση του μεταφορέα της σεροτονίνης (SERT). Επειδή οι νευρώνες που απελευθερώνουν σεροτονίνη χρησιμοποιούν τον SERT για να ανακτήσουν την απελευθερωμένη σεροτονίνη, η περιορισμένη δράση του SERT αυξάνει τη δράση της σεροτονίνης. Για αυτό το λόγο οι άνθρωποι που εμφανίζουν εποχική κατάθλιψη έχουν αυξημένα επίπεδα του SERT καθώς οι νύχτες είναι πιο μεγάλες, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα επίπεδα της σεροτονίνης και να αυξάνεται έτσι ο κίνδυνος για κατάθλιψη.

Τα πιο γνωστά αντικαταθλιπτικά είναι οι επιλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης  (SSRIs) που περιλαμβάνουν φάρμακα όπως το Zoloft και το Celexa. Αυτά τα φάρμακα μπλοκάρουν την επαναπρόσληψη της σεροτονίνης από τους νευρώνες που την παράγουν, με αποτέλεσμα ο νευροδιαβιβαστής να είναι διαθέσιμος στους γειτονικούς μετασυναπτικούς νευρώνες.

Ντοπαμίνη: ο νευροδιαβιβαστής του κινήτρου

Τα μειωμένα επίπεδα ντοπαμίνης συμβάλλουν στην κατάθλιψη. Αν και η ντοπαμίνη αρχικά θεωρούνταν ότι είναι σημαντική για το μηχανισμό επιβράβευσης στον εγκέφαλο και στους νευρώνες που ελέγχουν τα συναισθήματα σχετικά με την ευχαρίστηση, τελικά φαίνεται ότι επηρεάζει άμεσα τους νευρώνες που καθορίζουν το κίνητρο και το σχηματισμό της συνήθειας. Η ντοπαμίνη δίνει κίνητρο στους ανθρώπους να αναλαμβάνουν δράση για την επίτευξη των στόχων τους, των επιθυμιών και των αναγκών τους και για αυτό προκαλείται ένα κύμα ευχαρίστησης όταν επιτυγχάνουμε όσα θέλουμε. Τα χαμηλά επίπεδα ντοπαμίνης κάνουν τους ανθρώπους να μην προσπαθούν να φτάσουν το στόχο τους.

Οι άνθρωποι με κλινική κατάθλιψη συχνά έχουν αυξημένα επίπεδα της μονοαμινικής οξειδάσης Α (ΜΑΟ-Α), ένα ένζυμο που διασπά τους νευροδιαβιβαστές , με αποτέλεσμα τα πολύ χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης, ντοπαμίνης και νορεπινεφρίνης.

Θεραπευτικές επιλογές για ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στις τυπικές θεραπείες

Η λειτουργία του εγκεφάλου στηρίζεται στη δράση χημικών ουσιών και η μικρή ποσότητα ντοπαμίνης ή τα χαμηλά επίπεδα της σεροτονίνης συμβάλλουν στη σοβαρή κατάθλιψη , τα οποία αντιμετωπίζονται με την κλασική αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχει όμως και ένα 30-40% των ασθενών που δεν ανταποκρίνεται στην κλασική αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή.

Κεταμίνη

Μία από τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις για τη θεραπεία της κατάθλιψης είναι η κεταμίνη, ενός ανταγωνιστή του υποδοχέα του γλουταμικού NMDA που είχε την έγκριση χρήσης ως αναισθητικό και φαίνεται να καταπολεμά την κατάθλιψη μέσα σε λίγες ώρες. Αν και η κεταμίνη είναι μια εναλλακτική θεραπεία για πολλούς ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη που δεν νιώθουν καλύτερα με τα κλασικά αντικαταθλιπτικά φάρμακα, δεν έχει μελετηθεί η ασφάλειά της μακροχρόνιας χρήσης της και η αποτελεσματικότητα της.

Νέες εξελίξεις στη θεραπεία των διαταραχών της διάθεσης

Σε αντίθεση με τις ενδείξεις ότι η κατάθλιψη είναι δείκτης επιθετικής συμπεριφοράς προς τον εαυτό ή προς τους άλλους, πολλοί άνθρωποι φαίνεται να το αγνοούν αυτό και να μην θέλουν να δουν την αλήθεια. Για αρκετά χρόνια οι επιστήμονες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη φυσιολογική βάση της νόσου. Αν και η κατάθλιψη επηρεάζει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και οι απόπειρες αυτοκτονίας αυξάνονται συνεχώς, η κοινωνία φαίνεται να αδυνατεί να δει αυτό το πρόβλημα.

Δεδομένης της πολυπλοκότητας της φύσης των διαταραχών της διάθεσης, τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα αν οι θεραπείες είναι εξατομικευμένες και πολυπαραγοντικές.

Οι επιστήμονες μελετούν και άλλες ουσίες και νευρωνικά μονοπάτια στον εγκέφαλο (όπως το γλουταμινεργικό σύστημα, το χολινεργικό σύστημα και το σύστημα των οπιοειδών) για να κατανοήσουν αν παίζουν ρόλο στην κατάθλιψη. Ίσως κάτι παραπάνω από μια απλή ανεπάρκεια ενός συγκεκριμένου νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο να είναι ο αιτιολογικός παράγοντας της κατάθλιψης, καθώς μερικά συμπτώματα της  συνδέονται με τα επίπεδα διαφορετικών νευροδιαβιβαστών σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου.

Αντί λοιπόν η κατάθλιψη να οφείλεται σε μια εξίσωση με πολλούς άγνωστους παράγοντες που προκαλούν χαμηλά επίπεδα ενός ή περισσότερων νευροδιαβιβαστών και αυτά τα χαμηλά επίπεδα να προκαλούν συμπτώματα κατάθλιψη, η πραγματική βάση της κατάθλιψης είναι πολύ πιο περίπλοκη. Αυτή η πολυπλοκότητα αποτελεί ακόμα πεδίο μελέτης.

Εκτός από το ρόλο των νευροδιαβιβαστών στην κατάθλιψη, γνωρίζουμε ότι συμβάλλουν οι γενετικοί παράγοντες και οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας στην εμφάνισή της. Ακόμη και η φλεγμονή μπορεί να αποτελέσει ένα παράγοντα που εμπλέκεται.