Το μετατραυματικό στρες είναι ένα κλινικό σύνδρομο (PTSD = Post Traumatic Stress Disorder δηλαδή “διαταραχή μετατραυματικού στρες” στα ελληνικά) που εμφανίζεται σε ένα άτομο μετά από μια τραυματική εμπειρία, ένα σοκ, δηλαδή ένα γεγονός το οποίο προκάλεσε σωματική/ψυχολογική βλάβη ή ήταν απειλητικό, φέρνοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το θάνατο. Το γεγονός αυτό μπορεί να αφορά είτε τους ίδιους ή να ήταν μάρτυρες (δηλαδή είτε να το έχουν βιώσει οι ίδιοι, ή να ήταν μάρτυρες, πχ ενός τροχαίου, ληστεία, απαγωγή, κα).
Το μετατραυματικό στρες αποτελεί μια χρόνια συνέπεια ενός ψυχικού τραύματος που προκαλεί έντονο φόβο ή τρόμο, όπως η σεξουαλική ή η σωματική κακοποίηση, βία, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, ένα ατύχημα, ένα δυστύχημα ή μια φυσική καταστροφή.
Για παράδειγμα, οι οικογένειες των θυμάτων μιας φυσικής καταστροφής ή ενός πολέμου μπορεί να εμφανίσουν μετατραυματικό στρες, όπως επίσης και το προσωπικό των επειγόντων περιστατικών και οι διασώστες. Ή άλλες φυσικές καταστροφές (όπως ένας σεισμός, φωτιά, τσουνάμι) αλλά και μαζικές καταστροφές και δυστυχήματα από τα οποία επιβίωσε κάποιος (όπως τρομοκρατικές επιθέσεις, συγκρούσεις τρένων, κα).
Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν βιώσει ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να έχουν αντιδράσεις όπως το σοκ, ο θυμός, ο φόβος, οι εφιάλτες και οι ενοχές. Αυτές οι αντιδράσεις είναι συχνές, και για τους περισσότερους ανθρώπους, περνάνε με τον χρόνο σε λίγους μήνες. Όμως σε ένα άτομο που πάσχει από μετατραυματική διαταραχή αυτά τα συναισθήματα όχι μόνο παραμένουν, αλλά επιδεινώνονται και γίνονται τόσο έντονα που εμποδίζουν το άτομο στην καθημερινότητά του. Για τη διάγνωση, οι ασθενείς με PTSD πρέπει να έχουν συμπτώματα για περισσότερο από ένα μήνα και να έχει πληγεί η λειτουργικότητά τους στην καθημερινότητα.
Τα συμπτώματα του μετατραυματικού στρες PTSD συνήθως εμφανίζονται μέσα σε τρεις μήνες από το τραυματικό γεγονός. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, εμφανίζονται αρκετά χρόνια αργότερα. Η σοβαρότητα και η διάρκεια της νόσου ποικίλουν. Μερικοί άνθρωποι αναρρώνουν μέσα σε έξι μήνες, ενώ άλλοι υποφέρουν για πολύ περισσότερο.
Τα συμπτώματα του PTSD κατηγοριοποιούνται σε τέσσερις ομάδες, που περιλαμβάνουν:
Ο εγκέφαλός διαθέτει ένα “σύστημα συναγερμού” που βοηθά στη διασφάλιση της επιβίωσής μας. Όμως στο μετατραυματικό στρες, αυτό το σύστημα γίνεται υπερβολικά ευαίσθητο και ενεργοποιείται εύκολα. Δηλαδή στο PTSD ο εγκέφαλος “κολλάει” σε μια κατάσταση κινδύνου, και παρόλο που δεν κινδυνεύετε πλέον (και το αναγνωρίζετε αυτό λογικά), ο εγκέφαλος παραμένει σε εγρήγορση, σε κατάσταση συναγερμού, συνεχίζει να στέλνει σήματα άγχους (ορμόνες όπως η αδρεναλίνη και άλλους νευροδιαβιβαστές), τα οποία οδηγούν στα ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα του μετατραυματικού στρες. Μελέτες δείχνουν ότι το τμήμα του εγκεφάλου που σχετίζεται με το φόβο και το συναίσθημα (η αμυγδαλή) είναι πιο ενεργό σε άτομα με PTSD.
Ο καθένας από εμάς αντιδρά στα τραυματικά γεγονότα με διαφορετικό τρόπο. Κάθε άτομο είναι μοναδικό όπως και η ικανότητα διαχείρισης του φόβου και του στρες από ένα τραυματικό γεγονός. Για αυτό τον λόγο δεν εμφανίζουν όλοι οι άνθρωποι PTSD μετά από ένα τραυματικό γεγονός (όπως το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου). Επίσης, ο τρόπος βοήθειας και υποστήριξης που λαμβάνει ένα άτομο από τους φίλους, την οικογένεια και τους ειδικούς επηρεάζει την εμφάνιση PTSD ή την σοβαρότητα των συμπτωμάτων αυτού. Διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας μπορεί να προστατεύουν από την εμφάνιση PTSD, όπως η ψυχική ανθεκτικότητα, η οποία μπορεί να καλλιεργηθεί.
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες PTSD παρατηρήθηκε αρχικά σε βετεράνους του πολέμου.
Το μετατραυματικό στρες μπορεί να εμφανιστεί στον οποιονδήποτε άνθρωπο έχει βιώσει ένα σοκ ή τραυματικά γεγονότα που είναι βίαια/απειλητικά για την ζωή
Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί κακοποίηση ως παιδιά ή που εκτίθενται επανειλημμένα σε καταστάσεις απειλητικές για την ζωή έχουν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν PTSD. Τα θύματα σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν PTSD.
Υπολογίζεται πως περίπου 3.6% των ενήλικων υποφέρουν από PTSD. Οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν PTSD από ότι οι άνδρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει εξαιτίας του γεγονότος ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης και βιασμού.
Το PTSD μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμη και στην παιδική
Τα μικρά παιδιά που πάσχουν από PTSD μπορεί να εμφανίζουν μια διαφορετική -άτυπη- εικόνα, όπως καθυστερημένη ανάπτυξη σε κάποια πεδία, όπως το να εκπαιδευτούν να πηγαίνουν στην τουαλέτα, σε κινητικές ικανότητες και στην ομιλία.
Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες διαγνωστικές εξετάσεις για το PTSD, ο ψυχίατρος ίσως να χρησιμοποιήσει διάφορες εξετάσεις για να αποκλείσει κάποια σωματική νόσο ως αιτία των συμπτωμάτων. Αν δεν βρεθεί κάποια σωματική νόσος, ο γιατρός θα παραπέμψει το άτομο σε έναν ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή που είναι ο κατάλληλος γιατρός για την διάγνωση και την θεραπεία των ψυχικών νόσων. Οι ψυχίατροι χρησιμοποιούν τη συνέντευξη, ερωτηματολόγια και άλλα εργαλεία αξιολόγησης του ατόμου για το PTSD. Ο ψυχίατρος βασίζει την διάγνωση του στα αναφερόμενα συμπτώματα, που περιλαμβάνουν και τα λειτουργικά προβλήματα που προκύπτουν από τα συμπτώματα και αξιολογεί αν τα συμπτώματα υποδεικνύουν PTSD. Για να γίνει η διάγνωση του PTSD σε ένα άτομο, τα συμπτώματα πρέπει να έχουν διάρκεια περισσότερο από ένα μήνα.
Μερικές μελέτες δείχνουν ότι η άμεση (δηλαδή στις επόμενες ώρες από το τραυματικό γεγονός) ψυχοθεραπευτική και φαρμακευτική παρέμβαση σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν υποστεί ένα τραυματικό γεγονός, μπορεί να μειώσει τα μελλοντικά συμπτώματα του PTSD ή να τα προλάβει.
Η ανάρρωση από το PTSD είναι μια σταδιακή και εξελισσόμενη διαδικασία. Ο στόχος της θεραπείας του PTSD είναι να μειώσει τα συναισθηματικά και ψυχοσωματικά συμπτώματα, να βελτιώσει την καθημερινότητα, και να βοηθήσει το άτομο να διαχειριστεί καλύτερα τις αιτίες της διαταραχής. Η θεραπεία του PTSD μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία, EMDR (εξαιρετική ψυχοθεραπευτική τεχνική, ειδική για το τραύμα), φαρμακευτική αγωγή ή και τα δύο.
Οι ψυχίατροι συχνά προτείνουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα για την θεραπεία του PTSD- για να ελεγχθούν τα συναισθήματα της κατάθλιψης, της ανησυχίας και τα σωματικά συμπτώματα – που περιλαμβάνει SSRIs (επιλεκτικούς αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης), αγχολυτικά (όπως βενζοδιαζεπίνες πχ Xanax), και αναλόγως της βαρύτητας μπορεί να συμπληρώσουν την αγωγή με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, σταθεροποιητικά της διάθεσης και άτυπα αντιψυχωσικά.
Πολλές φορές ορισμένα φάρμακα που ρυθμίζουν την υπέρταση και την καρδιακή λειτουργία χορηγούνται για τον έλεγχο συγκεκριμένων συμπτωμάτων: για παράδειγμα η πραζοσίνη ίσως να χρησιμοποιείται για τους εφιάλτες, ή η προπρανολόλη (Inderal) χρησιμοποιείται για την ελαχιστοποίηση των τραυματικών αναμνήσεων και των συνοδών ταχυκαρδιών.
Η ψυχοθεραπεία για το μετατραυματικό στρες βοηθά το άτομο να ξεπεράσει το σοκ και το φόβο που συνδέονται με το τραυματικό γεγονός. Πολλές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις χρησιμοποιούνται για την θεραπεία του PTSD και περιλαμβάνουν:
Το EMDR είναι μια εξαιρετική τεχνική ψυχοθεραπείας, ειδική για την επεξεργασία του μετατραυματικού στρες και γενικότερα των τραυματικών βιωμάτων. Μπορεί πολύ αποτελεσματικά και τάχιστα να σας βοηθήσει να ξεπεράσετε το μετατραυματικό σοκ και ότι σας έχει σημαδέψει.
Συμπληρωματικά, η ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ και ο ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ μπορούν να ενισχύσουν τη θεραπεία, ιδίως στις περιπτώσεις που ψυχοσωματικά συμπτώματα συνοδεύουν το ψυχολογικό τραύμα.