Κάνε το Τεστ
θεωρία προσκόλλησης, μοτίβα προσκόλλησης, άγχος προσκόλλησης, αποφυγή προσκόλλησης, ψυχοθεραπεία

Οι επιδράσεις της θεωρίας της προσκόλλησης στην ψυχοθεραπεία

Θεωρία Προσκόλλησης και Ψυχοθεραπεία

Η θεωρία της προσκόλλησης είναι μια θεωρία που αφορά τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Όταν οι άνθρωποι έχουν φροντιστές που είναι συναισθηματικά υπεύθυνοι, είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ασφαλή σύνδεση και θετική εικόνα για τον εαυτό τους και τους άλλους. Τις περασμένες δεκαετίες οι ερευνητές θεωρούσαν ότι η θεωρία της προσκόλλησης έχει σημαντικές επιδράσεις στην ψυχοθεραπεία.

Η προσκόλληση των ενηλίκων μπορεί να περιγραφεί σε δύο διαστάσεις, το άγχος της προσκόλλησης των ενηλίκων και την αποφυγή της προσκόλλησης των ενηλίκων. Το άγχος της προσκόλλησης προέρχεται από το φόβο της διαπροσωπικής απόρριψης και της εγκατάλειψης, την υπερβολική ανάγκη για την επιβεβαίωση από τους άλλους, την αρνητική εικόνα για τον εαυτό, και την υπερβολική αντίδραση του ατόμου στα αρνητικά συναισθήματα ως τρόπο για να κερδίσει την εύνοια και την υποστήριξη. Αντίθετα η αποφυγή της προσκόλλησης χαρακτηρίζεται από το φόβο της οικειότητας, την υπερβολική ανάγκη για αυτοπεποίθηση, την απροθυμία αποκάλυψης του πραγματικού εαυτού, την αρνητική άποψη των άλλων, και την απενεργοποίηση των μηχανισμών ρύθμισης μέσω των οποίων το άτομο προσπαθεί να αποφύγει τα αρνητικά συναισθήματα ή να απομακρυνθεί από σχέσεις με οικειότητα.

Τα μοτίβα προσκόλλησης είναι δύσκολο να αλλάξουν στην ενήλικη ζωή χωρίς να σημαίνει ότι αυτό είναι αδύνατο. Οι μελέτες που έχουν γίνει και εξετάζουν τους παράγοντες που μεσολαβούν στη συσχέτιση ανάμεσα στην προσκόλληση και στα ψυχικά προβλήματα είναι πολύ σημαντικές για την ψυχοθεραπεία επειδή αυτοί οι παράγοντες μπορεί να αποτελέσουν πιθανές παρεμβάσεις που μπορεί να βοηθήσουν τα άτομα να ανακουφιστούν από το άγχος. Επιπλέον, η αναγνώριση αυτών των παραγόντων μπορεί να βοηθήσει τα άτομα να μειώσουν την επίδραση των μοτίβων προσκόλλησης χωρίς να πρέπει να τα αλλάξουν, πράγμα το οποίο είναι πολύ δύσκολο.

Πρώτα από όλα, η θεωρία της προσκόλλησης αποτελεί μια σταθερή βάση για την κατανόηση της εμφάνισης αναποτελεσματικών στρατηγικών διαχείρισης και τις υποκείμενες δυναμικές στις συναισθηματικές δυσκολίες ενός ατόμου. Οι ψυχοθεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους με άγχος προσκόλλησης και αποφυγή της προσκόλλησης να καταλάβουν ότι οι εμπειρίες του παρελθόντος με τους φροντιστές τους ή άλλα σημαντικά πρόσωπα έχουν διαμορφώσει τα μοτίβα αντιμετώπισης και ότι αυτά τα μοτίβα έχουν ως σκοπό να τους προστατέψουν αρχικά αλλά αργότερα συμβάλλουν επιπλέον στο άγχος.

Για παράδειγμα, οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης ίσως να μαθαίνουν ότι αν δεν είναι ʺτέλειοιʺ, δεν θα κερδίσουν ποτέ την αγάπη και την αποδοχή των άλλων. Αντίθετα , αυτοί που αποφεύγουν την προσκόλληση ίσως να θέλουν να είναι τέλειοι ώστε να καλύψουν την κρυφή αίσθηση των ατελειών τους. Ίσως να σκέφτονται, ʺΑν είμαι τέλειος, κανένας δεν θα με πληγώσειʺ. Δυστυχώς , η τελειομανία συνδέεται με έντονα καταθλιπτικά συμπτώματα.  Επομένως, οι πιθανές κλινικές παρεμβάσεις μπορεί να επικεντρώνονται στην τροποποίηση αυτών των τάσεων τελειομανίας του ατόμου.

Δεύτερον, οι ψυχοθεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν με το άγχος της προσκόλλησης και την αποφυγή της προσκόλλησης βρίσκοντας εναλλακτικούς τρόπους για να καλύψουν τις ανεκπλήρωτες ανάγκες τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι που αναζητούν βοήθεια θέλουν να μάθουν πώς να διαχειρίζονται τη δυσλειτουργικότητα τους στην καθημερινότητα και να αλλάξουν αυτές τις δυσλειτουργικές ή τις αναποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης. Ωστόσο,  απλά η αλλαγή των δυσλειτουργικών στρατηγικών δεν εγγυάται ότι οι άνθρωποι θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν κατάλληλα την κατάσταση.

Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν δυσλειτουργικές στρατηγικές επειδή  αυτές εξυπηρετούν την προσαρμοστική λειτουργία και την κάλυψη των ψυχολογικών αναγκών όπως η σύνδεση, η αυτάρκεια και η αυτονομία στο παρελθόν. Για παράδειγμα, το κίνητρο των ανθρώπων για τελειότητα μπορεί να προέρχεται από τα πρότυπα προσκόλλησης που δεν κατάφεραν να καλύψουν τις βασικές τους ψυχολογικές ανάγκες. Με άλλα λόγια, κάποια άτομα ίσως να εύχονται να είναι τέλεια επειδή κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους, είχαν μάθει ότι οι άλλοι μπορεί να τους συμπαθούν (π.χ. κάλυψη της ανάγκης για σύνδεση), να τους θεωρούσαν ικανούς (π.χ. κάλυψη της ανάγκης της αυτάρκειας), και να τους σέβονταν (π.χ.  κάλυψη της ανάγκης της αυτονομίας) αν ήταν τέλειοι. Εκτός και αν οι βασικές ανάγκες αυτών των ατόμων δεν καλύπτονταν από άλλους και αυτό σήμαινε ότι μάθαιναν άλλες στρατηγικές διαχείρισης,  και αυτές οι δυσπροσαρμοστικές στρατηγικές να είχαν περιορισμένη αποτελεσματικότητα.

Επίσης, αν ένα άτομο πιστεύει ότι αυτές οι δυσπροσαρμοστικές στρατηγικές είναι ο μόνος τρόπος να καλυφθούν οι ψυχολογικές και συναισθηματικές του ανάγκες, τότε ίσως να επιλέγει να μην τις εγκαταλείψει , αν και έχουν αρνητικά ψυχικά αποτελέσματα. Όταν οι άνθρωποι βοηθιούνται ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους είναι πολύ σημαντικό για να μπορέσουν να λύσουν αποτελεσματικά τα προβλήματά τους. Οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης και αποφυγή της προσκόλλησης μπορούν να μειώσουν την ντροπή, την κατάθλιψη και τη μοναξιά μέσω της κάλυψης των ψυχολογικών τους αναγκών για σύνδεση, αυτάρκεια και αυτονομία.

Οι ψυχοθεραπευτές δεν επικεντρώνονται μονάχα στην αλλαγή των δυσπροσαρμοστικών στρατηγικών, αλλά είναι ανάγκη να κατανοήσουν τις υποκείμενες ανάγκες που δεν καλύπτονται, για να μπορέσουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να μάθουν εναλλακτικούς τρόπους για να ικανοποιούν τις ψυχολογικές ή τις συναισθηματικές τους ανάγκες.

Τρίτον, οι ψυχοθεραπευτές είναι ανάγκη να γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι με διαφορετικά ανασφαλή μοτίβα προσκόλλησης (π.χ. άγχος και αποφυγή) ίσως να χρησιμοποιούν διαφορετικές στρατηγικές για να διαχειριστούν τις δυσκολίες στη ζωή τους, που συνδέονται με αυξημένο στρες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης, οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης τείνουν να αντιδρούν υπερβολικά στα αρνητικά συναισθήματα, πράγμα που συνδέεται με το στρες. Αντίστροφα, οι άνθρωποι με αποφυγή της προσκόλλησης τείνουν να είναι συναισθηματικά απόμακροι (π.χ. με την απενεργοποίηση το άτομο προσπαθεί να αποφύγει τα αρνητικά συναισθήματα), πράγμα που συνδέεται με αυξημένο στρες.

Τέταρτον, προτείνονται αντισταθμιστικές παρεμβάσεις όταν οι ψυχοθεραπευτές δουλεύουν με ανθρώπους με  άγχος προσκόλλησης και αποφυγή της προσκόλλησης. Αυτές οι παρεμβάσεις μπορεί να επικεντρώνονται στην αλλαγή των παλιών μοτίβων. Οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης επειδή βλέπουν την αρνητική πλευρά του εαυτού τους, μπορεί να αυξήσουν την ευεξία τους ενισχύοντας της συμπόνια προς τον εαυτό τους.

Γράψτε ένα συμπονετικό γράμμα στον εαυτό σας ή καταγράψτε σε φωνητικό μήνυμα τις συμπονετικές σας σκέψεις ή κάντε ενθαρρυντικές δηλώσεις που θα ενισχύσουν τη συμπόνια προς τον εαυτό σας. Μπορείτε να φανταστείτε πως νιώθουν οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης όταν λαμβάνουν φροντίδα από τους ψυχοθεραπευτές ή από ομάδες υποστήριξης που αντιπροσωπεύουν εναλλακτικές φιγούρες προσκόλλησης. Τελικά, οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης μπορούν να μάθουν να είναι οι δικές τους φιγούρες προσκόλλησης (π.χ. να είναι γονείς του εαυτού τους) για να ενισχύσουν τη συμπόνια προς τον εαυτό και την αυτοφροντίδα.

Οι άνθρωποι με αποφυγή της προσκόλλησης λόγω της αρνητικής άποψης των άλλων και την απόμακρη στάση τους (π.χ. κρατούν απόσταση από άλλους ή καταπιέζουν τα συναισθήματά τους), ίσως σταδιακά να κατανοούν λιγότερο τους άλλους και να χάνουν την επαφή με τα συναισθήματα και τις σκέψεις των άλλων. Η στρατηγική των φιλοφρονήσεων τους βοηθά να μάθουν νέους τρόπους να αντιδρούν με συμπόνια προς τους άλλους. Η ιδέα του πάρε-δώσε από τη θεωρία της προσκόλλησης έχει μεταφορική έννοια για την ψυχοθεραπευτική σχέση και διαδικασία.

Με άλλα λόγια, οι ψυχοθεραπευτές μπορεί να δείχνουν συμπόνια προς τους ανθρώπους που αποφεύγουν την προσκόλληση για να μπορέσουν να αναθεωρήσουν τα γονικά πρότυπα. Οι ψυχοθεραπευτές έτσι εξυπηρετούν το μοντέλο των ρόλων για αυτά τα άτομα ώστε να μπορέσουν να μάθουν να συμπονούν τους άλλους, και αυτό να βελτιώνει την ευεξία τους.

Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι εξαιτίας της αρνητικής εικόνας του εαυτού, οι άνθρωποι με άγχος προσκόλλησης αυξάνουν την κοινωνικότητά τους (π.χ. αυτό είναι ένας τρόπος να αυξήσουν τη θετική εικόνα του εαυτού τους) και έτσι μειώνουν τη μοναξιά και τη μελλοντική κατάθλιψη. Αντίθετα οι άνθρωποι που αποφεύγουν την προσκόλληση τείνουν να είναι απρόθυμοι να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό και κρατούν την αρνητική εικόνα των άλλων. Για αυτά τα άτομα, οι παρεμβάσεις που αφορούν τις φιλοφρονήσεις ενισχύουν την άνεση μπροστά στους άλλους (έτσι μειώνουν την απροθυμία να αποκαλύψουν τον εαυτό τους και αυξάνουν την σύνδεση με του άλλους) και είναι μια σημαντική στρατηγική για να μειώσουν τη μοναξιά και την μελλοντική κατάθλιψη.

Η θεωρία της προσκόλλησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να κατανοηθεί η ανάπτυξη των στρατηγικών αντιμετώπισης ή τα μοτίβα στις σχέσεις και οι υποκείμενες δυναμικές στις συναισθηματικές δυσκολίες ενός ανθρώπου. Οι ψυχοθεραπευτές δεν βοηθούν μονάχα στην αλλαγή των μηχανισμών αντιμετώπισης του άγχους της προσκόλλησης και της αποφυγής της προσκόλλησης, αλλά επίσης βοηθούν στην κατανόηση των αναγκών που δεν καλύπτονται και στην εκμάθηση εναλλακτικών τρόπων για την ικανοποίηση των ψυχολογικών ή συναισθηματικών αναγκών (π.χ. ανάγκη για σύνδεση, αυτάρκεια και αυτονομία). Επιπλέον, οι ψυχοθεραπευτές γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι με διαφορετικά ανασφαλή μοτίβα προσκόλλησης (όπως το άγχος και η αποφυγή) χρησιμοποιούν διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών της ζωής.

c415