Η διαταραχή διαγωγής (Conduct Disorder) είναι μια ψυχιατρική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή και διαρκή αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά. Για παράδειγμα κάποια παιδιά μπορεί να καταστρέφουν περιουσίες, να μπλέκουν σε καβγάδες και να κακομεταχειρίζονται τα ζώα. Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια DSM-V η διαταραχή διαγωγής ορίζεται ως “Ένα επαναλαμβανόμενο και επίμονο μοτίβο συμπεριφοράς το οποίο παραβιάζει βασικά δικαιώματα των άλλων ή σημαντικούς κοινωνικούς κανόνες ή κανόνες που ταιριάζουν στην ηλικία.” Η διαταραχή διαγωγής σχετίζεται με νευρογνωστικές βλάβες και λειτουργικές ανωμαλίες σε περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για την επεξεργασία των συναισθημάτων, τον έλεγχο των συναισθημάτων και την λήψη αποφάσεων.
Η διαταραχή διαγωγής τυπικά εμφανίζεται στα παιδιά και στους εφήβους και συχνά συνυπάρχει με την διαταραχή ελλειμματικής προσοχής- υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ). Και οι δύο διαταραχές συνδέονται με αναπηρία πέρα από την άμεση απώλεια της υγείας, συγκεκριμένα έχουν αρνητικές επιδράσεις στην ακαδημαϊκή επίδοση.
Η διαταραχή διαγωγής επηρεάζει τους άνδρες δυο φορές περισσότερο από τις γυναίκες και η διάγνωση της αφορά το 6-16% των αγοριών σχολικής ηλικίας και το 2-9% των κοριτσιών σχολικής ηλικίας. Οι υποκατηγορίες της διαταραχής διαγωγής καθορίζονται από την ηλικία έναρξης (σχολικής ηλικίας έναντι εφηβικής ηλικίας) και την παρουσία ή την απουσία συναισθηματικών χαρακτηριστικών, όπως η έλλειψη συμπόνιας και ενοχών. Η διαταραχή διαγωγής μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να οδηγεί στην αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας στους ενήλικες.
Τα άτομα με διαταραχή διαγωγής συχνά εμφανίζουν τα ακόλουθα συμπτώματα:
Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια, αυτές οι διαταραχές στη συμπεριφορά προκαλούν σημαντική βλάβη στην κοινωνική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική ζωή.
Οι γενετικοί, οι βιολογικοί και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην διαταραχή διαγωγής. Συνήθως, αυτή η διαταραχή στα παιδιά συνδέεται με κάποιο πρόβλημα στο μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου, το οποίο μπορεί να παρεμβαίνει στην ικανότητα του παιδιού να μένει μακριά από τον κίνδυνο και να μαθαίνει από τις αρνητικές εμπειρίες. Οι ενήλικες που εμφανίζουν θέματα διαγωγής ως παιδιά είναι πιο πιθανό να κάνουν παιδιά με διαταραχή διαγωγής. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαταραχή διαγωγής.
Γενετικοί και βιολογικοί παράγοντες
Περιβαλλοντικοί παράγοντες
Άλλοι παράγοντες κινδύνου
Οι τραυματικές εμπειρίες που μπορούν να βιώνουν κάποιοι άνθρωποι λόγω των περιβαλλοντικών παραγόντων συμβάλλουν στην καταθλιπτική διάθεση, στα προβλήματα συμπεριφοράς και στη συμμετοχή σε ομάδες ανηλίκων.
Οι αιτίες της διαταραχής διαγωγής παραμένουν άγνωστες αλλά οι μελέτες δείχνουν ότι δεν αναπτύσσουν όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες την διαταραχή. Κάποιοι από τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής διαγωγής περιλαμβάνουν:
Άλλοι παράγοντες
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της διαταραχής διαγωγής ή στην επιδείνωση των χαρακτηριστικών της διαταραχής περιλαμβάνουν:
Πολλά παιδιά και έφηβοι εμφανίζουν προβλήματα συμπεριφοράς στη διάρκεια της ανάπτυξής τους, αλλά η διάγνωση της διαταραχής διαγωγής μπορεί να γίνει μόνο εάν μια συμπεριφορά παραβιάζει επίμονα τα δικαιώματα των άλλων, είναι ενάντια στους κανόνες και παρεμβαίνει στην καθημερινότητα.
Εάν δεν υπάρχει κάποια φυσική αιτία για τα συμπτώματα, τότε ο παιδίατρος θα προτείνει στους γονείς να επισκεφτούν έναν ψυχίατρο ή ψυχοθεραπευτή για την σωστή διάγνωση.
Η διάγνωση της διαταραχής διαγωγής εξαρτάται από το ιστορικό του ασθενή. Τα ευρήματα κατά την κλινική εξέταση δεν βοηθούν στη διάγνωση, αν και οι παλιότεροι τραυματισμοί, όπως οι τραυματισμοί από καβγάδες, μπορεί να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες.
Η διάγνωση βασίζεται στα συμπτώματα του παιδιού και στην παρατήρηση της στάσης και της συμπεριφοράς του. Συνήθως , ο γιατρός βασίζεται στα στοιχεία που λαμβάνει από τους γονείς, τους δασκάλους και άλλους ενήλικες, επειδή τα παιδιά μπορεί να κρατούν κάποιες πληροφορίες για τον εαυτό τους ή να μην μπορούν να εξηγήσουν τα προβλήματά τους ή να κατανοήσουν τα συμπτώματά τους.
Η θεραπεία της διαταραχής διαγωγής αρχικά βασίζεται στις ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις από τους γονείς ή τα μέλη της οικογένειας, αν και κάποια άτυπα αντιψυχωσικά μπορεί να χρησιμοποιούνται κάποιες φορές. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή για την διαταραχή. Τα ψυχοδιεγερτικά συνήθως συστήνονται σε ασθενείς με διαταραχή διαγωγής και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας. Υπάρχουν επίσης και κάποια στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η ρισπεριδόνη είναι μια επιλογή για την θεραπεία της διαταραχής διαγωγής και της επιθετικότητας.
Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει σωστή ενημέρωση των μελών της οικογένειας για τη διαταραχή μέσω της ψυχοθεραπείας ώστε να υπάρχει καλή επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας.
Αν η διαταραχή παραμείνει χωρίς θεραπεία, τότε τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν κίνδυνο να εμφανίσουν άλλες ψυχικές διαταραχές στην ενήλικη ζωή τους. Αυτά τα παιδιά έχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο για προβλήματα στο σχολείο, κατάχρηση ουσιών και αυτοκτονία. Οι πρώιμες παρεμβάσεις μειώνουν τον κίνδυνο για διαταραχές της διάθεσης, προβλήματα με τις αρχές και την ανάπτυξη άλλων διαταραχών.
Η διαταραχή διαγωγής παρεμβαίνει σημαντικά στη ζωή ενός ατόμου. Για αυτό όσο πιο νωρίς γίνει η διάγνωση τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία. Οι πρώιμες παρεμβάσεις είναι αυτές που μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης άλλων ψυχικών διαταραχών. Επίσης, όλα τα μέλη της οικογένειας πρέπει να ενημερώνονται σωστά και να ξεκινούν ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ώστε να υπάρχει καλή επικοινωνία μεταξύ τους.Αντιμετώπιση διαταραχής διαγωγής