Η ψυχανάλυση είναι μια από τις πιο γνωστές μορφές ψυχοθεραπείας. Ο στόχος της ψυχανάλυσης είναι να βοηθήσει τους θεραπευόμενους να κατανοήσουν καλύτερα το ασυνείδητο, που παίζει σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά, στις σκέψεις και στα συναισθήματα.
Υπάρχει μία σύγχυση γενικά στο ευρύ κοινό, σχετικά με τους όρους “ψυχανάλυση” και “ψυχοθεραπεία”. Ενώ θεωρούνται συνώνυμοι/ταυτόσημοι όροι, δεν είναι! Η ψυχανάλυση είναι μία ειδική μορφή ψυχοθεραπείας, η οποία βασίζεται στις θεωρίες και στη δουλειά του Φρόιντ, ο οποίος καθιέρωσε την ψυχανάλυση.
Η ψυχανάλυση εξετάζει το πώς το ασυνείδητο επηρεάζει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές. Δίνει ιδιαίτερη σημασία στις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας ώστε να ανακαλύψει πως αυτά τα γεγονότα έχουν διαμορφώσει το άτομο και έχουν συμβάλλει στα γεγονότα του παρόντος. Ο Φρόιντ περιέγραψε το ασυνείδητο ως τη δεξαμενή των επιθυμιών, των σκέψεων και των αναμνήσεων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης. Πίστευε ότι οι ασυνείδητες επιδράσεις συχνά οδηγούν σε ψυχολογικό άγχος και ψυχικές διαταραχές.
Η ψυχαναλυτική θεωρία αναπτύχθηκε από το διάσημο ψυχαναλυτή Φρόιντ ο οποίος άρχισε να αναπτύσσει αυτή την θεραπευτική τεχνική στα τέλη του 1800. Το 1885, ο Φρόιντ ξεκίνησε να μελετά και να εργάζεται με τον Ζαν-Μαρτέν Σαρκό σε νοσοκομείο του Παρισιού. Ο Σαρκό χρησιμοποιούσε την ύπνωση για να θεραπεύσει τις γυναίκες που τότε αντιμετώπιζαν ʺυστερίαʺ. Τα συμπτώματα της νόσου περιελάμβαναν μερική παράλυση, ψευδαισθήσεις και νευρικότητα.
Ο Φρόιντ συνέχισε να κάνει έρευνα στον υπνωτισμό ως θεραπεία, αλλά η δουλειά και η φιλία με ένα συνεργάτη του (τον Τζόσεφ Μπρούερ) τον οδήγησε στην ανάπτυξη της πιο διάσημης θεραπευτικής τεχνικής. Ο Μπρούερ περιέγραψε τη θεραπεία μιας νέας γυναίκας, γνωστή ως η περίπτωση της Άννας Ο., η οποία είχε συμπτώματα υστερίας τα οποία ανακουφίζονταν όταν μιλούσε για τις τραυματικές της εμπειρίες. Ο Φρόιντ και ο Μπρούερ συνεργάστηκαν για ένα βιβλίο που ονομάστηκε ʺΜελέτες για την Υστερίαʺ και ο Φρόιντ συνέχισε να εξελίσσει τη χρήση της ʺθεραπείας συζήτησηςʺ. Αυτή η προσέγγιση υποστήριζε ότι η απλή συζήτηση για τα προβλήματα βοηθά στην ανακούφιση του ψυχολογικού άγχους.
Οι ψυχαναλυτές γενικά περνούν πολύ χρόνο στο να ακούνε τους θεραπευόμενους να μιλούν για τις ζωές τους, και αυτό εξηγεί γιατί πολλές φορές αυτή η μέθοδος αναφέρεται ως ʺθεραπεία συζήτησηςʺ. Ο ψυχαναλυτής ψάχνει για μοτίβα ή σημαντικά γεγονότα που ίσως να παίζουν ρόλο στις παρούσες δυσκολίες του θεραπευόμενου. Οι ψυχαναλυτές πιστεύουν ότι οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και τα ασυνείδητα συναισθήματα, οι σκέψεις και τα κίνητρα παίζουν ρόλο στην εμφάνιση ψυχικών νοσημάτων και δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών.
Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί και άλλες τεχνικές περιλαμβανομένων των:
Οι άνθρωποι που κάνουν ψυχανάλυση συχνά έχουν συνεδρίες τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα και ίσως να κάνουν θεραπεία για χρόνια. Μέσω της ψυχοθεραπείας, οι άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν τις εσωτερικές τους ανάγκες και τη δύναμη του ασυνείδητου που συμβάλλει στα τωρινά προβλήματα ψυχικής υγείας.
Οι θεραπευόμενοι πολλές φορές βρίσκουν ότι η ψυχανάλυση μπορεί να είναι εντατική. Περιλαμβάνει συζήτηση για σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος, τις σχέσεις και τα συναισθήματα. Αυτό μπορεί επίσης να οδηγήσει σε συναισθήματα δυσφορίας καθώς οι δυνάμεις του ασυνείδητου έρχονται στην επιφάνεια. Ενώ η διαδικασία μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε ανησυχία, μπορεί να είναι επίσης ένας καλός τρόπος για να κατανοήσετε τον εσωτερικό σας κόσμο και να αντιμετωπίσετε τα συναισθήματα που είναι δύσκολο να περιγράψετε με λόγια.
Αυτή η προσέγγιση της θεραπείας περιλαμβάνει την πρόκληση συναισθηματικών αποκρίσεων και την αντιμετώπιση των αμυντικών μηχανισμών. Η επιτυχία εξαρτάται συχνά από την ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίσει δυνητικά ψυχοπιεστικές εμπειρίες του παρελθόντος. Όταν ο θεραπευόμενος κατανοεί τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και τις εμπειρίες του, μπορεί να καταλάβει καλύτερα τις ασυνείδητες δυνάμεις που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις πράξεις του, τις σχέσεις του και την αίσθηση του εαυτού του.
Η ψυχανάλυση επίσης βοηθά στην εκμάθηση τεχνικών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που πιθανόν να προκύψουν στο μέλλον. Αντί να επιστρέψετε σε ανθυγιεινές άμυνες, ίσως να είναι καλύτερα να αναγνωρίσετε τα συναισθήματα σας και να τα αντιμετωπίσετε με εποικοδομητικό τρόπο.
Όπως κάθε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, η ψυχανάλυση έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο βαθμός στον οποίο αυτά τα δυνητικά οφέλη και τα μειονεκτήματα επηρεάζουν την επιλογή για τη χρήση της μεθόδου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες περιλαμβανομένης της προτίμησης του ατόμου και την σοβαρότητα των συμπτωμάτων.
Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει γίνει σημαντική έρευνα για τα οφέλη της ψυχανάλυσης. Οι ψυχοθεραπευτές προσφέρουν ένα συμπονετικό και μη-επικριτικό περιβάλλον όπου ο θεραπευόμενος νιώθει ασφαλής για να αποκαλύψει τα συναισθήματά του ή τις πράξεις του που τον έχουν οδηγήσει στο άγχος και στις δυσκολίες στη ζωή του.
Συχνά, όταν μοιράζονται τα βάρη στο πλαίσιο της θεραπευτικής σχέσης αυτό ωφελεί τους θεραπευόμενους. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι αυτή η μορφή εξερεύνησης του εαυτού μπορεί να οδηγήσει σε συνεχή συναισθηματική εξέλιξη με την πάροδο του χρόνου.
Όπως με όλες τις θεραπευτικές μεθόδους, υπάρχουν πιθανά μειονεκτήματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Κόστος: οι περισσότεροι θεραπευόμενοι κάνουν θεραπεία για χρόνια, έτσι το οικονομικό κόστος που σχετίζεται με την ψυχανάλυση να είναι ενδεχομένως υψηλό. Οι τιμές της ψυχανάλυσης γενικότερα είναι πιο υψηλές συγκριτικά με τις τιμές της ψυχοθεραπείας γενικότερα. Από εκεί και πέρα, η τιμή εξαρτάται από την εμπειρία και το status του ψυχαναλυτή.
Χρόνος: αυτή η μορφή θεραπείας απαιτεί πολλά χρόνια (δεκαετία…).
Ανθρώπινη επαφή: οι ψυχαναλυτές γενικά έχουν μια αποστασιοποιημένη στάση (“αποστειρωμένη” στάση). Έχουν γενικά μια πιο αποστασιοποιημένη στάση και παρεμβαίνουν ελάχιστα στη συνεδρία.
Η ψυχανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία πολλών και διαφορετικών ψυχικών καταστάσεων. Κάποιες από αυτές περιλαμβάνουν:
Οι άνθρωποι που ωφελούνται από την ψυχανάλυση είναι συχνά αυτοί που έχουν βιώσει συμπτώματα για αρκετό καιρό. Τα μακροχρόνια συμπτώματα άγχους, η καταθλιπτική διάθεση, και οι συμπεριφορές που έχουν αρνητική επίδραση στη λειτουργικότητα και στην απόλαυση της ζωής, είναι μερικοί λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι επιλέγουν την ψυχανάλυση.
Η ψυχανάλυση είναι μία θεραπεία που απαιτεί πολλά χρόνια θεραπείας, για αυτό και δέχεται δριμεία κριτική σε σύγκριση με τα άλλα είδη ψυχοθεραπείας. Ωστόσο κάποιες μελέτες δείχνουν ότι αυτή η μορφή ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι αποτελεσματική για ένα εύρος προβλημάτων.
Μια ανασκόπηση για την αποτελεσματικότητα της ψυχανάλυσης έδειξε ότι έχει μέτρια ως μεγάλα ποσοστά επιτυχίας στη μείωση των συμπτωμάτων σε μια ποικιλία ψυχοπαθολογίας.
Μια ακόμη μελέτη έδειξε ότι ακόμα και η βραχεία ψυχανάλυση ήταν αποτελεσματική στην γενική βελτίωση των συμπτωμάτων. Επιπρόσθετα αυτών των γενικών βελτιώσεων, η μελέτη έδειξε ότι η ψυχανάλυση οδηγεί σε διαρκή βελτίωση των σωματικών συμπτωμάτων, των συμπτωμάτων της κατάθλιψης και των συμπτωμάτων του άγχους.
Γενικά οι θεραπευόμενοι που κάνουν ψυχοθεραπεία διατηρούν τα οφέλη της και ίσως να συνεχίζουν να βελτιώνονται περισσότερο μακροπρόθεσμα, δηλαδή και μετά το τέλος της θεραπείας. Συγκεκριμένα για την ψυχανάλυση μια μελέτη του 2010 έδειξε ότι η ψυχοδυναμική θεραπεία είναι αποτελεσματική όπως και άλλες μορφές ψυχοθεραπείας.
Τι είναι αυτό που κάνει την ψυχανάλυση να διαφέρει; Μια μελέτη σύγκρινε για παράδειγμα την συμπεριφορική ψυχοθεραπεία με την ψυχανάλυση και αναγνώρισε επτά διαφορετικά χαρακτηριστικά.
1. Η εστίαση στα συναισθήματα και στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται. Ενώ η συμπεριφορική ψυχοθεραπεία επικεντρώνεται στις γνωστικές ικανότητες και στις συμπεριφορές, η ψυχανάλυση εξερευνεί όλο το εύρος των συναισθημάτων που βιώνει ένας θεραπευόμενος.
2. Η εξερεύνηση της αποφευκτικής συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι συχνά αποφεύγουν συγκεκριμένα συναισθήματα, σκέψεις, και καταστάσεις που τους κάνουν να νιώθουν άβολα. Η κατανόηση όσων αποφεύγει ο θεραπευόμενος βοηθά τον ψυχοθεραπευτή και τον θεραπευόμενο να εξερευνήσουν περισσότερο γιατί αυτή παρατηρείται αυτή η συμπεριφορά.
3. Η αναγνώριση επαναλαμβανόμενων μοτίβων, σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι έχουν επίγνωση των επαναλαμβανόμενων μοτίβων αλλά δεν μπορούν να σπάσουν αυτό τον επιβαρυντικό και καταστροφικό κύκλο. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, οι θεραπευόμενοι δεν γνωρίζουν πως αυτά τα μοτίβα επηρεάζουν τις συμπεριφορές τους.
4. Η έμφαση στη συζήτηση για τις εμπειρίες του παρελθόντος. Πολλές θεραπείες επικεντρώνονται στο εδώ και στο τώρα, ή στο πως οι σκέψεις και οι συμπεριφορές επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του θεραπευόμενου. Η ψυχανάλυση βοηθά τον θεραπευόμενο να εξερευνήσει το παρελθόν και να κατανοήσει πως αυτό επηρεάζει το παρόν και το μέλλον. Για την αντιμετώπιση ψυχικών τραυμάτων και ιδίως της παιδικής ηλικίας, είναι σαφώς προτιμότερη η τεχνικού του EMDR.
5. Η εξερεύνηση των διαπροσωπικών σχέσεων. Μέσω της ψυχανάλυσης, οι θεραπευόμενοι έχουν τη δυνατότητα να εξερευνήσουν τις σχέσεις τους με τους άλλους, στο παρόν και στο παρελθόν.
6. Η εστίαση στη θεραπευτική σχέση. Επειδή η ψυχανάλυση είναι πολύ προσωπική, η σχέση μεταξύ ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενου παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της θεραπείας.
7. Η εξερεύνηση των φαντασιώσεων του θεραπευόμενου. Ενώ άλλες μορφές ψυχοθεραπείας ίσως έχουν μια συγκεκριμένη δομή και στόχο (όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία), η ψυχανάλυση επιτρέπει στον θεραπευόμενο να μιλά ελεύθερα. Οι θεραπευόμενοι είναι ελεύθεροι να βάλουν λόγια στους φόβους τους, στις επιθυμίες, στα όνειρα και να μιλήσουν για όσα δεν έχουν μιλήσει ποτέ πριν.