Το σύνδρομο “Κλάματος της Γάτας” ή “Κλάματος της Γαλής” (Cri du chat) είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή, μια έλλειψη σε ένα τμήμα του χρωμοσώματος 5. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να λείπει τμήμα και από άλλο χρωμόσωμα. Περίπου 1 στα 50000 μωρά εμφανίζουν αυτή τη διαταραχή. Στις μέρες μας υπάρχουν πολλά γενετικά τεστ και πολλές ήπιες περιπτώσεις με αποτέλεσμα η συχνότητα να είναι 1 στις 25000 περιπτώσεις.
Τα κορίτσια επηρεάζονται περισσότερο από τα αγόρια κατά 1/3. Άλλες ονομασίες είναι “Σύνδρομο του 5ου χρωμοσώματος”. Η ανακάλυψη αυτού του συνδρόμου έγινε από τον γενετιστή Jerome Lejeune το 1963.
Το σύνδρομο “Κλάματος της Γάτας” είναι μια σπάνια γενετική διαταραχή που προκαλεί καθυστέρηση στην ανάπτυξη του σώματος, μικρό μέγεθος κεφαλιού και νοητική υστέρηση.
Πήρε το όνομά του λόγω του περίεργου κλάματος που μοιάζει με αυτό της γάτας στα νεογέννητα μωρά. Μερικά παιδιά έχουν ήπια συμπτώματα ενώ κάποια άλλα πιο σοβαρά. Κάθε παιδί είναι διαφορετικό και μοναδικό.
Ένα παιδί με το συγκεκριμένο σύνδρομο έχει έλλειψη σε κάποιες περιοχές του χρωμοσώματος 5 ( τα χρωμοσώματα περιέχουν όλες τις γενετικές πληροφορίες του ανθρώπινου σώματος). Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία σε έναν γονέα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανωμαλία είναι κληρονομική.
Τα περισσότερα παιδιά με το σύνδρομο “Κλάματος της Γάτας” έχουν:
Επίσης τα παιδιά με σύνδρομο του “Κλάματος της Γαλής” μπορεί να έχουν:
Κάποια μωρά με το συγκεκριμένο σύνδρομο έχουν κατά τη γέννηση άλλες σοβαρές συγγενείς διαταραχές που επηρεάζουν την καρδιά, τους νεφρούς ή το έντερο. Άλλα μωρά επηρεάζονται ελάχιστα και έχουν φυσιολογική ανάπτυξη.
Τα παιδιά με αυτό το σύνδρομο μπορεί να έχουν κάποια προβλήματα υγείας που περιλαμβάνουν:
Άλλα προβλήματα, που είναι λιγότερο συχνά περιλαμβάνουν:
Η σοβαρότητα της κατάστασης μπορεί να ποικίλει. Μερικά παιδιά επηρεάζονται ήπια και έχουν φυσιολογική ανάπτυξη, περπατάνε και μιλάνε, όπως τα παιδιά της ηλικίας τους. Ωστόσο, ίσως να έχουν ανάγκη την λογοθεραπεία. Άλλα παιδιά έχουν εμφανή νοητική υστέρηση, δεν περπατούν ή δεν μιλούν. Ίσως να έχουν και άλλα θέματα υγείας και μικρό προσδόκιμο επιβίωσης.
Η πλειοψηφία των παιδιών με το σύνδρομο εμφανίζουν συμπτώματα που είναι ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Έχουν μέτρια νοητική υστέρηση, με καθυστέρηση στην ομιλία και κάποια προβλήματα υγείας, αλλά τα περισσότερα περπατάνε πριν από τα έξι έτη. Ένας έμπειρος γιατρός μπορεί να κάνει μια πρόβλεψη για το εάν τα συμπτώματα ενός παιδιού θα είναι ήπια, μέτρια ή σοβαρά. Αυτό όμως μπορεί να γίνει ξεκάθαρο όσο το παιδί μεγαλώνει.
Κατά τη γέννηση μπορεί να γίνει η διάγνωση του συνδρόμου, καθώς οι γιατροί αναγνωρίζουν αμέσως το συγκεκριμένο κλάμα. Ο παιδίατρος εξετάζει το μωρό, κάνει μια συζήτηση με τους γονείς και στη συνέχεια θα γίνει μια σειρά εξετάσεων. Το παιδί ίσως να είναι ανάγκη να κάνει ακτινογραφία στο κεφάλι.
Η σωστή θεραπεία και η πρώιμη παρέμβαση είναι στοιχεία κλειδιά. Η θεραπεία εξαρτάται από την σωματική και νοητική κατάσταση του κάθε παιδιού. Συνήθως για την θεραπεία χρειάζεται μια ομάδα γιατρών.
Η πρώιμη παρέμβαση βοηθά το μωρό ή το παιδί να έχει καλή εξέλιξη και περιλαμβάνει:
Οι περισσότερες περιπτώσεις του συνδρόμου δεν είναι κληρονομικές. Η χρωμοσωμική ανωμαλία συνήθως συμβαίνει τυχαία στη διάρκεια του σχηματισμού των αναπαραγωγικών κυττάρων (των ωαρίων ή των σπερματοζωαρίων) ή στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του εμβρύου. Περίπου το 20% των ανθρώπων με το συγκεκριμένο σύνδρομο κληρονομούν την έλλειψη στο χρωμόσωμα 5 από έναν γονέα που δεν εμφανίζει το σύνδρομο.
Οι γονείς που μεγαλώνουν ένα παιδί με το συγκεκριμένο σύνδρομο καλό είναι να:Υποστήριξη των γονέων