Κάνε το Τεστ
Είδη κατάθλιψης, Κατάθλιψη, Μορφές κατάθλιψης, Συμπτώματα, Τύποι κατάθλιψης, Θεραπεία κατάθλιψης

Μετατραυματικό σύνδρομο σε μια σχέση

Μετατραυματικό Σύνδρομο

Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα που δεν μπορούμε να επιβιώσουμε μόνοι μας, στην απομόνωση. Από τη γέννησή μας μέχρι το θάνατό δημιουργούμε ομάδες και εξαρτόμαστε από σημαντικά πρόσωπα για την επιβίωση μας. Οι σχέσεις που δημιουργούμε ίσως να είναι σταθερές και να βασίζονται στη φροντίδα και έτσι να προάγουν την προσωπική εξέλιξη και υγεία, ή μπορεί να είναι κακοποιητικές , καταστροφικές και τραυματικές. Στις μέρες μας υπάρχει παντού η κακοποίηση και η βία. Η ενδοοικογενειακή βία και η κακοποίηση είναι ένα από τα πιο συχνά εγκλήματα τα οποία δεν αναφέρονται πάντα. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη στην ψυχική και σωματική υγεία όταν οι σχέσεις στη ζωή μας είναι θετικές, ενώ οι κακοποιητικές σχέσεις ,χωρίς φροντίδα οδηγούν σε προβλήματα στην ψυχική και σωματική υγεία.

Η σεξουαλική, η σωματική ή η σοβαρή συναισθηματική κακοποίηση (π.χ. η εγκατάλειψη, η προδοσία, οι κακές προθέσεις ή η επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση) συχνά έχει καταστροφικές επιδράσεις για τον δέκτη. Αυτές οι επιδράσεις μπορεί να είναι μακροχρόνιες και πολλές. Ένα ψυχικό τραύμα που μένει αθεράπευτο όχι μόνο έχει άμεσες επιδράσεις στο άτομο (π.χ. έντονο συναισθηματικό στρες, μείωση της παραγωγικότητας, μόνιμη αναπηρία, και αύξηση των ατυχημάτων), αλλά επίσης έχει και ευρύτερες επιπτώσεις (π.χ. κοινωνική αποδιοργάνωση).

Πως εμφανίζεται το μετατραυματικό σύνδρομο στη σχέση;

Αυτό το σύνδρομο επηρεάζει τα άτομα που έχουν υποστεί κάποιο τραύμα λόγω σωματικής, σεξουαλικής και/ή σοβαρής συναισθηματικής κακοποίησης μέσα σε μια οικεία σχέση. Η διαταραχή μετατραυματικού στρες χαρακτηρίζεται από τους μηχανισμούς αποφυγής ενώ το μετατραυματικό σύνδρομο στη σχέση περιλαμβάνει μηχανισμούς που επικεντρώνονται στο συναίσθημα.

Η αρχική διάγνωση του μετατραυματικού συνδρόμου βασίστηκε στην κλινική εμπειρία καθώς οι ασθενείς είχαν συμπτώματα διαφορετικά από αυτά της διαταραχής μετατραυματικού στρες και στους οποίους οι κλασικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την διαταραχή μετατραυματικού στρες δεν ήταν αποτελεσματικές. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις καταπιεσμένες τραυματικές αναμνήσεις. Το μούδιασμα ως συναισθηματική απόκριση δεν παρατηρείται στο μετατραυματικό σύνδρομο και οι στρατηγικές διαχείρισης επικεντρώνονται στο συναίσθημα, και ο ασθενής προσεγγίζει τις τραυματικές αναμνήσεις με προθυμία, και αυτό οδηγεί σε επιβλαβή αναβίωση του τραύματος. Η διαταραχή μετατραυματικού στρες κυριαρχεί στο φάσμα των μετατραυματικών διαταραχών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλες οι  μετατραυματικές διαταραχές αποτελούν διαταραχή μετατραυματικού στρες.

Οι διαπροσωπικοί ψυχοπιεστικοί τραυματικοί παράγοντες είναι πιθανόν να προκαλέσουν μακροχρόνια απόκριση στο τραύμα. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι μία από τις βιολογικές λειτουργίες της προσκόλλησης είναι η ρύθμιση της φυσιολογικής διέγερσης. Αυτό ίσως να εξηγεί, γιατί οι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι στις οικείες σχέσεις και γιατί οι τραυματικοί ψυχοπιεστικοί παράγοντες στις τρυφερές σχέσεις είναι συχνά πιο δύσκολο να καταπολεμηθούν συγκριτικά με εκείνους σε μη τρυφερές σχέσεις και αυτούς που οφείλονται στη φύση ή σε κάποιο ατύχημα.

Αν και οι επιδράσεις ενός τραύματος μιας σχέσης μπορεί να είναι καταστροφικές, δεν υπάρχει συγκεκριμένη κατηγορία για αυτές τις επιδράσεις. Προτάθηκε από τους ψυχιάτρους η πιθανότητα δημιουργίας μιας διαταραχής για τις σχέσεις, αλλά χρειάζονται ακόμη πολλά δεδομένα για να γίνει αυτό. Μέχρι στιγμής, τα μετατραυματικά συμπτώματα που οφείλονται σε μια σχέση ονομάζονται μετατραυματικό σύνδρομο της σχέσης. Αυτό το σύνδρομο μπορεί να οριστεί ως μια διαταραχή άγχους που προκαλείται από την εμπειρία σωματικής, σεξουαλικής ή συναισθηματικής κακοποίησης στα πλαίσια μιας οικείας σχέσης. Είναι μια ψυχολογική κρίση που υπερβαίνει τις ψυχικές ικανότητες ενός ατόμου για να ανταπεξέλθει. Είναι μια κατάσταση που μπορεί να συμβεί και έχει εξουθενωτικές επιδράσεις στο άτομο.

Συμπτώματα του μεταττραυματικού συνδρόμου της σχέσης

Τα ακόλουθα συμπτώματα χαρακτηρίζουν το μετατραυματικό σύνδρομο PTSD:

Αρχική απόκριση: Η απόκριση του ατόμου περιλαμβάνει έντονο φόβο/τρόμο και οργή προς τον δράστη.

Διεισδυτικά συμπτώματα: (Τα οποία δεν εμφανίζονται πριν από το τραύμα):

  1. Επίμονη αναβίωση των γεγονότων σε εικόνες, σκέψεις, αναμνήσεις, εφιάλτες και/ή νυχτερινοί τρόμοι.
  2. Έντονη ψυχολογική αναστάτωση (η οποία ίσως να συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα) στην παρουσία του δράστη ή στην υπενθύμιση του δράστη (π.χ. ανεξέλεγκτο τρέμουλο).

Συμπτώματα διέγερσης: (Τα οποία δεν εμφανίζονται πριν από το τραύμα):

  1. Υπερδιέγερση :η οποία οδηγεί στην αίσθηση ότι δεν είστε ασφαλείς στον κόσμο.
  2. Επίμονα συναισθήματα οργής για το δράστη
  3. Διαταραχές στον ύπνο (αϋπνία)
  4. Ανησυχία
  5. Δυσκολία στην συγκέντρωση
  6. Απώλεια βάρους

Σχεσιακά συμπτώματα:

  1. Δεν νιώθετε ασφαλείς στον κόσμο
  2. Είστε καχύποπτοι και φοβάστε τις οικείες σχέσεις (ή ένα συγκεκριμένο τύπο οικείας σχέσης)
  3. Σεξουαλική δυσλειτουργία, ειδικά για αυτούς που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά
  4. Αποδιοργάνωση του κοινωνικού δικτύου υποστήριξης του θύματος, απομόνωση

Έτσι το μετατραυματικό σύνδρομο στις σχέσεις αφορά άτομα που έχουν ζήσει σωματική, σεξουαλική ή συναισθηματική κακοποίηση στα πλαίσια μιας οικείας σχέσης και έχουν εμφανίσει τα παραπάνω συμπτώματα. Καθώς η βασική δομή της προσωπικότητας του ατόμου παραμένει άθικτη, δεν παρατηρείται η ανάπτυξη κάποιας διαταραχής της προσωπικότητας καθώς το μετατραυματικό σύνδρομο στις σχέσεις  είναι ένα σύνδρομο που η κύρια αιτία του εντοπίζεται εκτός εαυτού.  Ως εκ τούτου εμπίπτει στην κατηγορία των μετατραυματικών νοσημάτων, επειδή αναπτύσσεται μετά από μια τραυματική εμπειρία και δεν θα είχε συμβεί αν το άτομο δεν είχε αυτή την τραυματική εμπειρία. Είναι ξεκάθαρα ένα λιγότερο σοβαρό σύνδρομο από την διαταραχή μετατραυματικού στρες καθώς δεν περιλαμβάνει συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (π.χ. την αποσύνδεση, τις παθολογικές αλλαγές στην ταυτότητα).

Παράγοντες που συμβάλλουν στο μετατραυματικό σύνδρομο στη σχέση

  1. Οι ψυχοπιεστικοί παράγοντες μπορεί να είναι σωματικοί, σεξουαλικοί ή συναισθηματικοί (είτε υπάρχει είτε όχι μια πραγματική απειλή για την σωματική ακεραιότητα του ατόμου).
  2. Στο μετατραυματικό σύνδρομο απαιτείται άμεση ανάμιξη του δράστη και πραγματική εμπειρία της κακοποίησης.
  3. Ο ψυχοπιεστικός παράγοντας πρέπει να είναι στα πλαίσια μιας συναισθηματικά οικείας σχέσης.

Απόκριση στους ψυχοπιεστικούς παράγοντες

Η οργή και ο θυμός προς το δράστη είναι πιθανές αντιδράσεις. Τέτοια συμπτώματα είναι φυσιολογικά για τα θύματα ενός διαπροσωπικού τραύματος.

Αντιμετώπιση του τραύματος

Υπάρχει μια συνειδητή εμπειρία του τραύματος. Υπάρχει μια ψυχολογική κρίση , καθώς η υποκειμενική εμπειρία ενός τραύματος καταστρέφει την ικανότητα της ψυχής να διατηρήσει την ισορροπία. Το άτομο παραμένει σε μια τραυματική κατάσταση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε  ένα εκ νέου τραυματισμό του ατόμου. Στο μετατραυματικό σύνδρομο, ο ασθενής έχει ανάγκη να μάθει τεχνικές απευαισθητοποίησης ώστε να μπορεί να επεξεργαστεί το τραύμα με πιο διαχειρίσιμο τρόπο.

Μερικά άτομα με αυτό το σύνδρομο είναι θαρραλέα και αναλαμβάνουν περισσότερα από όσα μπορούν να χειριστούν με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν να προστατεύσουν επαρκώς τον εαυτό τους.

Τραυματικοί παράγοντες και η φύση του ψυχολογικού τραύματος

Η εμπειρία υπερβολικού φόβου κατά τη διάρκεια ενός τραυματικού γεγονότος δημιουργεί  εικόνες του γεγονότος που μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη. Εξαιτίας των ζωντανών αναμνήσεων , η μνήμη συχνά επιστρέφει συνειδητά και προκαλεί τα ίδια συναισθήματα όπως η αρχική εμπειρία. Αυτό δημιουργεί μια τυπική εισβολή και συμπτώματα διέγερσης χαρακτηριστικά της ψυχολογικής κρίσης που προκαλείται από το αρχικό τραύμα, υποδηλώνοντας ότι η εμπειρία δεν έχει ακόμη μπορέσει να ενσωματωθεί στον εαυτό, επειδή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τις υπάρχουσες πεποιθήσεις για τον εαυτό και/ή τον κόσμο.

Αν και ένα άτομο μπορεί να τραυματιστεί ψυχικά από ένα μόνο γεγονός (π.χ. όταν ένα σύζυγος απαγάγει ένα παιδί, ένας σύζυγος μεταδίδει τον ιό του HIV στον άλλο), συχνά υπάρχουν πολλαπλά τραύματα. Μια τραυματική οικεία σχέση δεν πρέπει να περιλαμβάνει συμπεριφορές που είναι σταθερά τραυματικές. Ωστόσο,
αποκτούν τραυματικές ιδιότητες όταν οι διαλείπουσες τραυματικές εμπειρίες συσσωρεύονται και οδηγούν σε ψυχολογική κρίση. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο "τραύμα" και στην "τραυματική κατάσταση" που είναι μια διαδικασία όπου το πλαίσιο αλληλεπίδρασης γίνεται πηγή τραύματος για το θύμα.

Η κακοποιητική συμπεριφορά μπορεί να είναι εμφανής ή συγκεκαλυμμένη. Όχι μόνο η συμπεριφορά που υποκινείται από κακόβουλη πρόθεση είναι εξαιρετικά τραυματική αλλά αυτή η συμπεριφορά όταν γίνεται κρυφά είναι ακόμη πιο τραυματική. Αυτό συμβαίνει επειδή κάποιος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του μέχρι κάποιος να αποκαλύψει αυτή τη  συμπεριφορά την οποία ο δράστης κρύβει ή αρνείται. Τα σημαντικότερα θέματα στην εμπειρία του τραύματος όπως η αβοηθητότητα, η αδυναμία, η αίσθηση ελέγχου και προβλεψιμότητας του κόσμου, όπως και η ικανότητα προστασίας της ζωής και της ψυχής είναι πολύ σημαντικά. Αν και κάποιος μπορεί να φύγει από μια σχέση κακοποιητική, ίσως να μην μπορεί να δραπετεύσει από την ψυχολογική κρίση.

Υπάρχουν χιλιάδες βιο-ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που καθορίζουν αν ένα άτομο θα τραυματιστεί ψυχικά από συγκεκριμένα γεγονότα. Η βιολογία του άγχους είναι διαφορετική από την βιολογία του τραύματος και των μετατραυματικών διαταραχών. Το βασικό κριτήριο που καθορίζει αν ένα άτομο έχει μετατραυματικό σύνδρομο στη σχέση είναι αν τα συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας ενός αναγνωρίσιμου τραυματικού γεγονότος στα πλαίσια μιας οικείας σχέσης. Αν η λειτουργικότητα του ατόμου πριν το τραύμα είναι δραματικά διαφορετική μετά το τραύμα , το λογικό συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει κάποια μετατραυματική νόσος.

 Ψυχοκοινωνικές επιδράσεις του μετατραυματικού συνδρόμου της σχέσης

Οι τραυματικοί ψυχοπιεστικοί παράγοντες αποτελούν πρόκληση για την επίγνωση του εαυτού και του κόσμου. Διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις δημιουργούν μια κατάσταση ψυχολογικής κρίσης μέχρι να δημιουργηθούν νέα παραδείγματα, που να αποτελέσουν τη βάση της ψυχολογικής σταθερότητας. Το τραύμα μπορεί να καταστρέψει την λειτουργικότητα ενός ατόμου.

Υπάρχουν τέσσερις βασικές υποθέσεις για τις πεποιθήσεις μας:

  1. Ο κόσμος είναι καλοπροαίρετος
  2. Η ζωή έχει νόημα
  3. Έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας
  4. Έχουμε θετική άποψη για την αξία μας

Η εμπειρία ενός τραύματος δημιουργεί αμφιβολίες για όλες αυτές τις υποθέσεις με αποτέλεσμα το άτομο να δρα ανάλογα. Το άτομο δεν πιστεύει πλέον ότι οι άνθρωποι είναι καλοί και ότι μπορεί να συμβούν καλά πράγματα σε καλούς ανθρώπους ή δεσμεύεται σε "σωστές" συμπεριφορές, που μπορεί να έχουν θετικά αποτελέσματα και να αποφεύγονται τα αρνητικά αποτελέσματα.

Τα ψυχικά τραύματα επηρεάζουν τις πεποιθήσεις μας και το νόημα της ζωής επειδή κανένας δεν έχει την αίσθηση ενός απρόβλεπτου, μη ελεγχόμενου και άδικου κόσμου. Η έλλειψη ελέγχου κάνει τους ανθρώπους ευάλωτους. Ένα ψυχικό τραύμα κλονίζει τη σωματική και την ψυχολογική σταθερότητα, καθώς χάνουμε τον έλεγχο της κανονικής λειτουργικότητας. Ένας άξιος εαυτός αξίζει θετικά αποτελέσματα, αλλά το τραύμα αποδεικνύει ότι αυτό μπορεί να μην είναι μια ρεαλιστική προσδοκία. Σε ένα τραύμα, η νομιμότητα, η δικαιοσύνη, η ασφάλεια και η σταθερότητα φαίνεται να αφαιρούνται αυθαίρετα και καθολικά. Έτσι, οι αμυντικοί μηχανισμοί που διατηρούν την ψυχολογική σταθερότητα καταρρέουν, και οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί για την διατήρηση των επιπέδων του άγχους. Χωρίς την στρέβλωση της πραγματικότητας που προκαλούν αυτοί οι αμυντικοί μηχανισμοί δεν θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την ψυχολογική ισορροπία.

Στην περίπτωση των ψυχικών τραυμάτων αν εμφανιστούν στην παιδική ηλικία προκαλούν την "υπαρξιακή διχοτόμηση" του καλού ενάντια στο κακό. Κάποια στιγμή όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ύπαρξη του κακού και την κατάρρευση του ηθικού σύμπαντος. Οι φυσικές καταστροφές, τα ατυχήματα, και οι απειλητικές για τη ζωή ασθένειες δεν θέτουν το ζήτημα αυτό, καθώς τέτοια γεγονότα δεν ενέχουν καμία πρόθεση να βλάψουν. Η διανοητική εξοικείωση με το κακό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά στα πλαίσια μιας οικείας σχέσης, δυστυχώς δεν είναι. Αυτή η εμπειρία του κακού/λάθους κάνει πιο πολύπλοκο το θέμα του κακού στο υποσυνείδητο μυαλό, δίνοντας ένα είδος γνώσης στη ψυχή που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί. Η κακόβουλη πρόθεση στο πλαίσιο μιας στενής διαπροσωπικής σχέσης δημιουργεί ένα παραμορφωμένο παράδειγμα διαπροσωπικής οικειότητας. Επειδή είμαστε πιο ευάλωτοι στις οικείες σχέσεις, η σοβαρή παραβίαση τέτοιων βασικών πεποιθήσεων όπως η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια, οι επιβλαβείς πράξεις και η δικαιοσύνη είναι πιθανό να είναι πιο τραυματική από ότι σε μη οικείες σχέσεις. Μπορεί για κάποιους ανθρώπους το σπίτι που θεωρείται το ασφαλέστερο περιβάλλον να είναι η μεγαλύτερη πηγή τρόμου.  Η έλλειψη της αίσθησης της ασφάλειας συνδέεται με συναισθήματα απώλειας της αίσθησης ότι ανήκουν κάπου. Δεδομένου ότι οι οικείες σχέσεις είναι στενά συνδεδεμένες με την αίσθηση της ταυτότητας και της ασφάλειας, δικαιολογούν το πώς η αίσθηση της ανασφάλειας που είναι χαρακτηριστικό του μετατραυματικού συνδρόμου στη σχέση , μπορεί να είναι αποτέλεσμα της αλλαγής της βασικών αρχών μιας οικείας σχέσης.

Οι τραυματικές εμπειρίες μπορούν προφανώς να οδηγήσουν σε θέματα εμπιστοσύνης. Δεδομένου ότι η αίσθηση της εμπιστοσύνης αναπτύσσεται νωρίς στη ζωή ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με τους φροντιστές μας, είναι ένα μακροχρόνιο και καλοδιατηρημένο κομμάτι των υποθέσεών μας για τον κόσμο. Αυτές αναπτύσσονται στα πλαίσια σημαντικών συναισθηματικά οικείων σχέσεων στη ζωή μας. Το τραύμα σε αυτή τη μορφή σχέσης, αναφέρεται συχνά ως τραύμα της προσκόλλησης και αφορά πιο συγκεκριμένα τα θέματα εμπιστοσύνης.

Τα θέματα εμπιστοσύνης που δημιουργούνται από ένα τραύμα στα πλαίσια μιας οικείας σχέσης ίσως να γενικεύονται σε μελλοντικές σχέσεις και να δημιουργούν προβλήματα στην κοινωνική ζωή ενός ατόμου. Ο τρόμος για την αναβίωση του τραύματος σε μια νέα σχέση είναι πολύ συχνός, αν και δυσάρεστος και βοηθά στην πρόληψη του τραύματος. Μερικοί άνθρωποι παραιτούνται από νέες σχέσεις, δυσκολεύονται να τις ξεκινήσουν ή να τις διατηρήσουν. Ωστόσο, δεδομένης της έλλειψης της τάσης προς το συναισθηματικό μούδιασμα (που κάνει δύσκολη τη διατήρηση των οικείων σχέσεων), την απομάκρυνση ή την σημαντική απομόνωση από κοινωνικές σχέσεις είναι λιγότερο πιθανό αυτό να συμβεί στο μετατραυματικό σύνδρομο από ότι στη διαταραχή μετατραυματικού στρες. Άλλοι μπορεί να έχουν θέματα εμπιστοσύνης και να δυσκολεύονται στις σχέσεις στις οποίες το τραύμα έχει επαναληφθεί. Για παράδειγμα, τα θέματα εμπιστοσύνης σε μια ρομαντική σχέση είναι πολύ συχνά για εκείνους που έχουν βιώσει ένα τραύμα σε αυτές τις σχέσεις. Ομοίως, η σεξουαλική δυσλειτουργία (π.χ. η απώλεια ενδιαφέροντος για το σεξ, οι ριψοκίνδυνες σεξουαλικές προτιμήσεις και η απιστία) συνδέεται με ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης σε μια οικεία σχέση.

Το τραύμα της προσκόλλησης δεν δημιουργεί μόνο θέματα εμπιστοσύνης με τους άλλους αλλά επίσης δημιουργεί θέματα εμπιστοσύνης προς τον εαυτό, με αποτέλεσμα κάποιος να κρίνει τον εαυτό του. Το πώς βλέπει κάποιος τους άλλους μπορεί να είναι λάθος και αν η εκτίμηση του χαρακτήρα του ατόμου ήταν τόσο λανθασμένη στην περίπτωση του δράστη, πως θα γνωρίζει αν η εκτίμηση του χαρακτήρα των άλλων είναι η σωστή; Έτσι δημιουργούνται αμφιβολίες για τον εαυτό και για την αντίληψη του κόσμου.

Συμπερασματικά

Το μετατραυματικό σύνδρομο της σχέσης είναι ένα σύνδρομο που είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας ενός τραύματος στα πλαίσια μιας συναισθηματικά οικείας σχέσης. Όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα μετατραυματικά νοσήματα, ο κόσμος των ανθρώπων με αυτό το σύνδρομο είναι γεμάτος τρόμο που οδηγεί σε ψυχο-βιολογικές αλλαγές. Η πηγή αυτού του άγχους είναι διπλή. Η πρώτη πηγή συνδέεται με  την συνειδητοποίηση ότι η σωματική και/ή ψυχική ακεραιότητα δεν είναι ασφαλής, ότι η αυτοσυντήρηση μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από έναν κόσμο που είναι εχθρικός και μη ασφαλής. Η άλλη πηγή συνδέεται με την κατάρρευση της επίγνωσης για τον εαυτό και/ή τον κόσμο , ένα σύστημα που προϋποθέτει την διατήρηση της ψυχολογικής σταθερότητας και την ικανότητα  αντίληψης του κόσμου με ένα συνεπή και ουσιαστικό τρόπο. Η αποδόμηση αυτού του συστήματος επηρεάζει την ικανότητα της διατήρησης της ψυχοσωματικής σταθερότητας και μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην οικειότητα μέχρι ένα νέο παράδειγμα να υιοθετηθεί και να ενσωματωθεί στον εαυτό.