Σύνδρομο σεροτονίνης

συνδρομο σεροτονινης, υπερβολικη σεροτονινη, συμπτωματα, μετρηση σεροτονινης

Σύνδρομο σεροτονίνης

Το σύνδρομο σεροτονίνης (σεροτονινεργικό σύνδρομο) είναι μια επείγουσα και δυνητικά επικίνδυνη για τη ζωή αντίδραση που προκύπτει από την υπερβολική διέγερση των κεντρικών (εγκέφαλος) και περιφερικών υποδοχέων σεροτονίνης. Η συχνότητα του συνδρόμου δεν είναι γνωστή, καθώς οι πιο ήπιες περιπτώσεις μάλλον διαφεύγουν της διάγνωσης, ωστόσο θεωρείται σχετικά μη συχνό. Γίνεται όμως αρκετός λόγος για το σύνδρομο αυτό, καθώς συμπεριλαμβάνεται στο φύλλο παρενεργειών των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, με αποτέλεσμα να απασχολεί τους ασθενείς.

Η σεροτονίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής, μια χημική ουσία που παράγεται από τα νευρικά κύτταρα στον εγκέφαλό σας και σε άλλες περιοχές του σώματός σας (όπως το γαστρεντερικό σύστημα). Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να λάβουν με ασφάλεια φάρμακα που επηρεάζουν τη σεροτονίνη (σεροτονινεργικά φάρμακα) όταν συνταγογραφούνται στην κατάλληλη δόση και υπό την καθοδήγηση ενός ειδικού ψυχιάτρου. Το σύνδρομο σεροτονίνης μπορεί να συμβεί όταν ξεκινάτε ένα νέο φάρμακο ή αν παίρνετε μεγάλη δόση ενός φαρμάκου που αυξάνει το επίπεδο σεροτονίνης.

Το σύνδρομο σεροτονίνης αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960, μετά την κυκλοφορία των πρώτων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Σήμερα, είναι διαθέσιμα περισσότερα φάρμακα εκτός των αντικαταθλιπτικών που επηρεάζουν τη σεροτονίνη και ο συνδυασμός αυτών έχει κάνει το σύνδρομο σεροτονίνης πιο συχνό.

Τι προκαλεί το σύνδρομο σεροτονίνης;

Η υπερβολική αύξηση των επιπέδων σεροτονίνης οδηγεί στο σύνδρομο σεροτονίνης. Αυτή η αύξηση της σεροτονίνης μπορεί να παρατηρηθεί εάν κανείς παίρνει μεγάλες ποσότητες από ένα ή περισσότερα φάρμακα, φυτικά προϊόντα ή συμπληρώματα που επηρεάζουν τα επίπεδα της σεροτονίνης.

Το σύνδρομο σεροτονίνης μπορεί να παρατηρηθεί σε άτομα κάθε ηλικίας, ωστόσο οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι στο σύνδρομο.

συνδρομο σεροτονινης, συμπτωματα, σεροτονινεργικο συνδρομο, υπερβολικη σεροτονινη

Σύνδρομο σεροτονίνης – συμπτώματα

Τα συμπτώματα λόγω υπερβολικής σεροτονίνης συνήθως ξεκινούν μέσα σε λίγες ώρες από τη λήψη ενός νέου φαρμάκου που επηρεάζει τα επίπεδα σεροτονίνης ή την αύξηση της δόσης ενός φαρμάκου που ήδη παίρνετε. Σχεδόν όλοι όσοι εμφανίζουν το σύνδρομο σεροτονίνης θα εμφανίσουν συμπτώματα εντός 24 ωρών από την έναρξη, την προσθήκη ή την αύξηση της δόσης ενός σεροτονινεργικού φαρμάκου ή άλλης ουσίας.

Η διάγνωση του συνδρόμου σεροτονίνης συχνά τίθεται εξ’άποκλεισμού άλλων οργανικών παθήσεων, όπως του κακοήθους νευροληπτικού συνδρόμου, της τοξικότητας αντιχολινεργικών και της κακοήθους υπερθερμίας, τα οποία μπορεί όλα να παρουσιάζονται με παρόμοια συμπτώματα.

Η διάγνωση τίθεται κλινικά, καθώς δεν υπάρχει μία ειδική αιματολογική εξέταση για τη διάγνωση του συνδρόμου. Σημειώνεται δε πως η εξέταση για τη σεροτονίνη αίματος δεν είναι χρήσιμη για το σύνδρομο σεροτονίνης. Ο γενικότερος εργαστηριακός έλεγχος αναδεικνύει τα παρακάτω:

  • Αύξηση CK
  • Λευκοκυτάρρωση
  • Αύξηση ηπατικών ενζύμων
  • Υπονατριαιμία
  • Υπομαγνησιαιμία
  • Υπερασβεστιαιμία

Τα παραπάνω οδηγούν σε συμπτώματα των παρακάτω κατηγοριών, αναλόγως της βαρύτητας:

  • Μεταβολές συμπεριφοράς: διέγερση, ψυχοκινητική ανησυχία, υπομανία, σύγχυση
  • Νευρομυϊκή υπερδραστηριότητα: τρόμος, κλόνος, αύξηση τενόντιων αντανακλαστικών, αυξημένοι εντερικοί ήχοι
  • Υπερδραστηριότητα Αυτονόμου Νευρικού Συστήματος: εφίδρωση, μυδρίαση, υπερυρεξία, ταχυκαρδία, υπέρταση

Έτσι λοιπόν το σύνδρομο σεροτονίνης μπορεί να προκαλέσει ήπια συμπτώματα (όπως διάρροια ή ναυτία) έως σοβαρά συμπτώματα (όπως υψηλό πυρετό ή επιληπτικές κρίσεις). Εάν δεν εντοπιστεί και αντιμετωπιστεί σωστά, το σύνδρομο σεροτονίνης μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές επιπλοκές, όπως επιληπτικές κρίσεις, ραβδομυόλυση, μεταβολική οξέωση, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακή ανεπάρκεια και διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. Επειδή είναι δυνητικά θανατηφόρο, πρέπει να αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί γρήγορα.

Τα αντιπυρετικά (όπως η παρακεταμόλη) είναι αναποτελεσματικά στον έλεγχο του πυρετού επειδή είναι η αυξημένη μυϊκή δραστηριότητα που προκαλεί υπερθερμία στο σύνδρομο σεροτονίνης.

Ποια είναι η θεραπεία για το σύνδρομο σεροτονίνης;

Η θεραπεία εξαρτάται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων:

  • Ήπια συμπτώματα: oι περισσότερες περιπτώσεις συνδρόμου σεροτονίνης είναι ήπιες και τα συμπτώματα υποχωρούν με την αφαίρεση των φαρμάκων ή τη μείωση της δόσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις η θεραπεία είναι η υποστηρικτική φροντίδα και χορήγηση βενζοδιαζεπινών (Stedon, Tavor) που βοηθούν στον έλεγχο των μυϊκών συσπάσεων. Η διακοπή του φαρμάκου ή η αλλαγή της δόσης συνήθως εξαφανίζει τα συμπτώματα εντός 24 έως 72 ωρών.
  • Μέτρια συμπτώματα: εάν τα συμπτώματά σας είναι μέτρια, μπορεί να χρειαστεί παρακολούθηση στο νοσοκομείο για τουλάχιστον 24 ώρες για να βεβαωθεί κανείς ότι τα συμπτώματά βελτιώνονται με τη θεραπεία.
  • Σοβαρά συμπτώματα: εάν τα συμπτώματά σας είναι σοβαρά, μπορεί να χρειαστεί χορήγηση κρυπτοεπταδίνης (ανταγωνιστής σεροτονίνης) και ολανζαπίνης (έχει επίσης ανταγωνιστική δράση) ή χλωροπρομαζίνη παρεντερικώς, ακόμα και εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και διασωλήνωση.

αντικαταθλιπτικα χαπια, αντικαταθλιπτικα ssri, νεας γενιας, antikatathliptikaΠοια φάρμακα και ουσίες μπορούν να προκαλέσουν σύνδρομο σεροτονίνης;

1. Αντικαταθλιπτικά

Τα αντικαταθλιπτικά είναι τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα που επηρεάζουν τα επίπεδα σεροτονίνης. Όταν εμπλέκονται στο σύνδρομο σεροτονίνης, χρησιμοποιούνται συχνά παράλληλα με άλλα σεροτονινεργικά φάρμακα που θεραπεύουν άλλες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα φάρμακα για την ημικρανία ή αναλγητικά φάρμακα.

Οι κατηγορίες αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (και παραδείγματα φαρμάκων) που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα σεροτονίνης περιλαμβάνουν:

  • Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs): περιλαμβάνει φλουοξετίνη, σιταλοπράμη, σερτραλίνη, παροξετίνη και εσιταλοπράμη. Αυτή η κατηγορία φαρμάκων είναι η πιο κοινή κατηγορία αντικαταθλιπτικών που εμπλέκεται στο σύνδρομο σεροτονίνης λόγω της ευρείας χρήσης τους.
  • Αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης-νορεπινεφρίνης (SNRIs): αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει την ντουλοξετίνη (Cymbalta), βενλαφαξίνη (Efexor).
  • Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (TCA): όπως αμιτριπτυλίνη, κλομιπραμίνη (Anafranil), νορτριπτυλίνη, δεσιπραμίνη, δοξεπίνη, ιμιπραμίνη και τριμιπραμίνη.
  • Άλλα αντικαταθλιπτικά που επηρεάζουν τη σεροτονίνη: αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τη νεφαζοδόνη (Dutokin) και την τραζοδόνη (Trittico).
  • Αναστολέας επαναπρόσληψης νορεπινεφρίνης: Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τη βουπροπιόνη (Wellbutrin).
  • Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟΙ): αυτά τα φάρμακα δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα.

2. Άλλα φάρμακα

Άλλα φάρμακα εκτός από τα αντικαταθλιπτικά μπορούν επίσης να επηρεάσουν το επίπεδο σεροτονίνης του σώματός σας, ειδικά όταν συνδυάζονται με άλλα φάρμακα που επηρεάζουν τη σεροτονίνη. Αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση καταστάσεων όπως:

  • Σταθεροποίηση διάθεσης: Λίθιο (Lithiofor)
  • Πόνος: φάρμακα που περιλαμβάνουν οπιοειδή όπως η τραμαδόλη, η μεπεριδίνη, η ταπενταδόλη, η υδροκωδόνη, η οξυκωδόνη, η φεντανύλη και η μεθαδόνη.
  • Βήχας: τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα για τον βήχα και το κρυολόγημα που περιέχουν δεξτρομεθορφάνη μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα σεροτονίνης.
  • Ημικρανία: οι τριπτάνες που περιλαμβάνουν την αλμοτριπτάνη Axert, την ελετριπτάνη, τη φροβατριπτάνη, τη ριζατριπτάνη (Maxalt), τη σουματριπτάνη και τη ζολμιτριπτάνη.
  • Αντιϊκά για HIV/AIDS: ριτοναβίρη (Norvir).
  • Αντιβιοτικό: λινεζολίδη (Zyvoxid).
  • Φάρμακα κατά της ναυτίας: μετοκλοπραμίδη (Primperan), γρανισετρόνη, δροπεριδόλη και ονδανσετρόνη.

3. Φυτικά προϊόντα, συμπληρώματα και ουσίες

Άλλα φυτικά συμπληρώματα και εξαρτησιογόνες ουσίες που επηρεάζουν τα επίπεδα σεροτονίνης και θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύνδρομο σεροτονίνης περιλαμβάνουν:

  • Βότανα: αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν Ginseng, St. John’s wort (βαλσαμόχορτο), Syrian Rue και μοσχοκάρυδο.
  • Εξαρτησιογόνες ουσίες: αυτές οι ουσίες περιλαμβάνουν έκσταση, LSD, κοκαΐνη, αμφεταμίνες και μεθαμφεταμίνες.
  • Συμπλήρωματα διατροφής: Τρυπτοφάνη.

Σύνδρομο σεροτονίνης

Το σύνδρομο σεροτονίνης είναι ένα σπάνιο αλλά επικίνδυνο σύνδρομο και για αυτό απαιτείται άμεση αντιμετώπιση.