Από τη στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε προγραμματισμένοι να δημιουργούμε στενούς δεσμούς με κάθε σημαντικό πρόσωπο, ιδιαίτερα τη μητέρα μας. Όπως όλα τα παιδιά, νιώθουμε πολλά συναισθήματα, φόβο, θυμό, θλίψη και χαρά. Η συναισθηματική προσκόλληση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε εσάς και τον φροντιστή σας είναι η πρώτη διαδραστική σχέση της ζωής σας, και βασίζεται στη μη-λεκτική επικοινωνία. Ο δεσμός που δημιουργείτε καθορίζει το πώς θα σχετίζεστε με τους ανθρώπους γύρω σας σε όλη σας τη ζωή, επειδή μπαίνουν τα θεμέλια για όλες τις μορφές λεκτικής και μη επικοινωνίας στις μελλοντικές σας σχέσεις. Τα άτομα που βιώνουν σχέσεις με σύγχυση, τρόμο ή δυσλειτουργική συναισθηματική επικοινωνία κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας συχνά γίνονται ενήλικες που δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα συναισθήματά τους και τα συναισθήματα των άλλων. Αυτό περιορίζει τη δημιουργία ή τη διατήρηση υγιών σχέσεων. Η προσκόλληση , η σχέση μεταξύ ενός παιδιού και του φροντιστή του, είναι υπεύθυνη για:
Ο δεσμός μητέρας –παιδιού είναι η πρωταρχική δύναμη στην ανάπτυξη των βρεφών, σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης. Η θεωρία της προσκόλλησης δείχνει ότι η σχέση ανάμεσα στα βρέφη και στους φροντιστές τους είναι υπεύθυνη για:
Οι μελέτες δείχνουν ότι οι αλληλεπιδράσεις βρέφους/ενήλικα που οδηγούν σε επιτυχή, ασφαλή προσκόλληση, είναι αυτές στις οποίες μητέρα και βρέφος μπορούν να νιώσουν τα συναισθήματα ο ένας του άλλου. Με άλλα λόγια, το βρέφος νιώθει ασφάλεια και κατανοεί ότι η μητέρα του ανταποκρίνεται στο κλάμα του και μπορεί να ερμηνεύσει με ακρίβεια τις μεταβαλλόμενες ανάγκες. Η ανασφαλής προσκόλληση συμβαίνει όταν υπάρχει αποτυχία στην επικοινωνία των συναισθημάτων. Οι ερευνητές έχουν βρει ότι οι επιτυχημένες ενήλικες σχέσεις βασίζονται στην ικανότητα:
Οι μελέτες επίσης έχουν δείξει ότι η ανασφαλής προσκόλληση ίσως να προκαλείται από κακοποίηση αλλά είναι πιθανό να οφείλεται σε απομόνωση ή σε μοναξιά.
Είναι οι άνθρωποι που έχουν δημιουργήσει ασφαλή προσκόλληση στην παιδική ηλικία και έχουν ασφαλή τρόπο προσκόλλησης στην ενήλικη ζωή. Γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους και θέλουν να έχουν στενές σχέσεις με τους άλλους. Έχουν μια θετική οπτική για τον εαυτό τους, τους συντρόφους και τις σχέσεις τους. Οι ζωές τους είναι ισορροπημένες: είναι ασφαλείς μέσα στην ανεξαρτησία τους και στις στενές τους σχέσεις.
Οι άνθρωποι που έχουν αναπτύξει προσκόλληση αποφυγής στην παιδική ηλικία έχουν πιο πολλές πιθανότητες να εμφανίσουν μοτίβα αποφυγής ως ενήλικες. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν την τάση να είναι μοναχικοί, θεωρούν τις σχέσεις και τα συναισθήματα σχεδόν ασήμαντα. Η τυπική τους απόκριση στις διαφωνίες και σε ψυχοπιεστικές καταστάσεις είναι να τις αποφεύγουν και να κρατούν αποστάσεις από αυτές. Η ζωή αυτών των ανθρώπων δεν είναι ισορροπημένη: είναι εσωστρεφή και απομονωμένα άτομα, και συναισθηματικά απόμακρα από τον εαυτό τους και τους άλλους.
Τα παιδιά τα οποία έχουν αμφίθυμη/αγχώδη προσκόλληση συχνά αναπτύσσουν αγχώδη πρότυπα προσκόλλησης. Ως ενήλικες, είναι επικριτικοί με τον εαυτό τους και ανασφαλείς. Ζητούν συνεχώς την επιβεβαίωση από τους άλλους, και ακόμη και αυτό δεν ανακουφίζει τις αμφιβολίες που έχουν για τον εαυτό τους. Στις σχέσεις τους, τα βαθιά συναισθήματα απορρίπτονται και έτσι ανησυχούν και δεν εμπιστεύονται τους άλλους. Αυτό τους κάνει να είναι προσκολλημένοι στο σύντροφό τους. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ισορροπημένη ζωή: η ανασφάλεια τους είναι έντονη και συμπεριφέρονται ως συναισθηματικά απελπισμένοι στις σχέσεις.
Οι άνθρωποι που μεγαλώνουν με αποδιοργανωμένη προσκόλληση συχνά αναπτύσσουν φοβικό-αποφευκτικό μοτίβο προσκόλλησης. Ως παιδιά, έχουν αποσυνδεθεί από τα συναισθήματά τους κατά τη διάρκεια ενός ψυχικού τραύματος και ως ενήλικες συνεχίζουν να είναι αποκομμένοι από τον εαυτό τους. Επιθυμούν να έχουν σχέσεις και νιώθουν άνετα σε αυτές μέχρι να γίνουν συναισθηματικά στενές. Σε αυτό το σημείο, τα συναισθήματα που έχουν καταπιεστεί στην παιδική ηλικία αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια και χωρίς να έχουν την επίγνωση ότι οφείλονται στο παρελθόν τα βιώνουν στο παρόν. Το άτομο δεν ζει στο παρόν και ξαναζεί το παλιό ψυχικό τραύμα. Η ζωή αυτών των ανθρώπων δεν είναι ισορροπημένη: δεν έχουν μια λογική αίσθηση για τον εαυτό τους ούτε έχουν μια ξεκάθαρη σύνδεση με τους άλλους.