Κάνε το Τεστ
διάσημα ψυχολογικά περάματα, πειράματα ψυχολογίας, πειράματα για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ψυχολογικά πειράματα και ψυχικές διαταραχές

Διάσημα ψυχολογικά πειράματα

Διάσημα ψυχολογικά πειράματα

Πολλά διάσημα πειράματα που αναλύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά έχουν επηρεάσει την κατανόηση της ψυχολογίας. Για ορισμένα δεν είναι δυνατή η επανάληψή τους σήμερα λόγω παραβιάσεων των ηθικών ορίων. Ωστόσο,  αυτό δεν μειώνει τη σημασία τους.

Κάποια από αυτά τα σημαντικά ευρήματα έριξαν φως στο μηχανισμό της κατάθλιψης και στα συμπτώματά της. Επίσης, στο πως οι άνθρωποι μαθαίνουν συμπεριφορές μέσω της διαδικασίας του συσχετισμού και του τρόπου με τον οποίο τα άτομα εμφανίζουν συμμόρφωση με μια ομάδα.

Παρακάτω ρίχνουμε μια ματιά σε επτά διάσημα ψυχολογικά πειράματα που έχουν επηρεάσει το πεδίο της ψυχολογίας και την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

1. Πείραμα του Μικρού Άλμπερτ, 1920

Στο Πανεπιστήμιο John Hopkins ο καθηγητής John B. Watson και ένας μεταπτυχιακός φοιτητής ήθελαν να εξετάσουν μια διαδικασία μάθησης γνωστή ως "κλασική εξαρτημένη μάθηση". Η κλασική εξαρτημένη μάθηση περιλαμβάνει την εκμάθηση ακούσιων ή αυτόματων συμπεριφορών μέσω συσχέτισης, και ο καθηγητής Watson πίστευε ότι αυτό αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Ένα νήπιο εννέα μηνών, με το όνομα Άλμπερτ, ήταν εθελοντής για το πείραμα του Watson. Ο Άλμπερτ έπαιζε με λευκά γούνινα αντικείμενα και στην αρχή, το μικρό παιδί έδειχνε χαρά και στοργή. Με τον καιρό και ενώ έπαιζε με τα αντικείμενα αυτά, ο καθηγητής Watson έκανε ένα δυνατό θόρυβο πίσω από το κεφάλι του παιδιού για να το τρομάξει. Μετά από πολλές δοκιμές, ο Άλμπερτ άρχισε να φοβάται όταν έβλεπε τα λευκά γούνινα αντικείμενα.

Φυσικά, η μελέτη έδειξε ότι οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν να απολαμβάνουν ή να νιώθουν φόβο για κάτι. Αυτό εξηγεί γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν παράλογους φόβους και πως αυτοί έκαναν την εμφάνισή τους στην πρώιμη ζωή τους.

2. Πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ, 1971

Το συγκεκριμένο πείραμα διεξήχθη από τον καθηγητή Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Ο Φίλιπ Ζιμπάρντο ήθελε να μάθει πως τα άτομα συμμορφώνονται με βάση τους κοινωνικούς τους ρόλους. Ήθελε να μελετήσει, για παράδειγμα, αν η έντονη σχέση ανάμεσα στους δεσμοφύλακες και στους κρατούμενους στις φυλακές είχε να κάνει περισσότερο με την προσωπικότητα του καθενός ή το περιβάλλον.

Έτσι, επέλεξε 24 φοιτητές για να παίξουν τους ρόλους των φυλακισμένων ή των δεσμοφυλάκων. Οι κρατούμενοι έμεναν σε μια πρόχειρη φυλακή μέσα στο υπόγειο του τμήματος ψυχολογίας του Στάνφορντ. Πέρασαν από μια τυπική διαδικασία κράτησης για να αφαιρέσει την ατομικότητά τους και να τους κάνει να νιώθουν ανώνυμοι. Οι δεσμοφύλακες έκαναν οχτάωρες βάρδιες και ήταν επιφορτισμένοι να συμπεριφέρονται στους κρατούμενους όπως θα έκαναν στην πραγματική ζωή.

Ο Φίλιπ Ζιμπάρντο παρατήρησε γρήγορα ότι οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες μπήκαν πλήρως στους ρόλους τους. Στην πραγματικότητα, έπρεπε να κλείσει το πείραμα μετά από έξι ημέρες, επειδή άρχισε να είναι επικίνδυνο. Ο Ζιμπάρντο άρχισε να νιώθει τον εαυτό του ως αστυνομικό διευθυντή και όχι ως ψυχολόγο. Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι οι άνθρωποι εμφανίζουν μια συμμόρφωση στους κοινωνικούς ρόλους που πρέπει να παίξουν , ειδικά σε υπερβολικά στερεότυπα όπως οι δεσμοφύλακες.

Αυτό δείχνει ότι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να μετατραπούν από καλοί σε κακοί.

3. Πείραμα Συμμόρφωσης- The Asch Conformity Study, 1951

Ο κοινωνικός ψυχολόγος Solomon Asch, το 1950 , ήταν αποφασισμένος να δει εάν ένα άτομο θα έδειχνε συμμόρφωση με την απόφαση μιας ομάδας, ακόμη και αν το άτομο γνώριζε ότι η απόφαση ήταν λάθος. Η συμμόρφωση είναι η προσαρμογή των απόψεων ή των σκέψεων ενός ατόμου ώστε να ταιριάζουν περισσότερο με εκείνα άλλων ανθρώπων ή με τα πρότυπα μιας κοινωνικής ομάδας.

Για το πείραμά του ο Solomon Asch, επέλεξε 50 άνδρες φοιτητές να συμμετέχουν σε ένα "τεστ όρασης." Τα άτομα θα έπρεπε να δείξουν ποια γραμμή σε μια κάρτα ήταν μεγαλύτερη. Ωστόσο, τα άτομα στο επίκεντρο του πειράματος δεν γνώριζαν ότι τα άλλα άτομα που έκαναν το τεστ ήταν ηθοποιοί που ακολουθούσαν σενάρια, και κάποιες φορές επέλεγαν τη λάθος απάντηση επίτηδες.

Ο Solomon Asch ανακάλυψε ότι, σε περίπου 12 δοκιμές, περίπου το 1/3 των αφελών συμμετεχόντων συμμορφώθηκαν με την εσφαλμένη πλειοψηφία, και μόνο το 25% δεν συμμορφώθηκε ποτέ με την λανθασμένη πλειοψηφία. Στην ομάδα ελέγχουν στην οποία δεν υπήρχε κανένας ηθοποιός, λιγότερο από το 1% των συμμετεχόντων επέλεξε τη λάθος απάντηση.

Το πείραμα του Solomon Asch έδειξε ότι οι άνθρωποι  δείχνουν συμμόρφωση στις ομάδες που θέλουν να ταιριάζουν. Αυτό συμβαίνει της πεποίθησης ότι η ομάδα έχει καλύτερη ενημέρωση από το άτομο. Αυτό εξηγεί το γιατί μερικοί άνθρωποι αλλάζουν συμπεριφορές ή πεποιθήσεις όταν μπαίνουν σε μια νέα ομάδα, ακόμη και αν αυτό είναι ενάντια σε συμπεριφορές ή πεποιθήσεις του παρελθόντος.

4. Bobo Doll Experiment, 1961, 1963

Ο Καναδός ψυχολόγος Albert Bandura, στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ,  ήθελε να κάνει πράξη τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προτείνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν νέες συμπεριφορές, μέσω άμεσων εμπειριών ή μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς των άλλων. Η κούκλα BOBO DOLL, η οποία ήταν ένα φουσκωτό παιχνίδι, αποτέλεσε το μέσο της μελέτης συμπεριφοράς των παιδιών. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη είχε να κάνει με το εάν τα παιδιά που βλέπουν επιθετικές συμπεριφορές θα τις αντιγράψουν.

Ο Bandura επέλεξε 36 αγόρια και 36 κορίτσια ηλικίας 3-6 ετών από το νηπιαγωγείο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, και τα χώρισε σε τρεις ομάδες των 24 παιδιών. Μια ομάδα παρακολουθούσε τους ενήλικες να συμπεριφέρονται επιθετικά στη Bobo doll. Σε κάποιες περιπτώσεις οι ενήλικες χτυπούσαν την κούκλα με ένα σφυρί ή την πετούσαν στον αέρα. Στην άλλη ομάδα οι ενήλικες έπαιζαν με την Bobo doll με μη επιθετικό τρόπο. Και η τελευταία ομάδα δεν είχε ενήλικες μονάχα την κούκλα Bobo.

Στη συνέχεια τα παιδιά μεταφέρονταν σε ένα δωμάτιο με παιχνίδια και παρατηρούνταν πως ο τρόπος παιχνιδιού έχει αλλάξει. Το ένα δωμάτιο είχε επιθετικά παιχνίδια (σφυρί, όπλα και την κούκλα Bobo), και ένα άλλο δωμάτιο δεν είχε επιθετικά παιχνίδια (ένα σετ τσαγιού, μαρκαδόροι, ζωάκια). Η μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που είχαν δει τους επιθετικούς ενήλικες ήταν πιο πιθανό να μιμηθούν τις επιθετικές συμπεριφορές.

Επίσης, ο Bandura ανακάλυψε ότι η επιθετικότητα ενός άνδρα προτύπου επηρεάζει περισσότερα τα αγόρια, τα οποία μιμούνται τη σωματική βία. Τα κορίτσια επηρεάστηκαν περισσότερο από την επιθετικότητας μίας γυναίκας προτύπου, αλλά είχαν την τάση να μιμούνται τη λεκτική της βία.

5. Πείραμα Εκμαθημένης Αβοηθησίας, 1965

Η εκμαθημένη αβοηθησία προκύπτει από την αρνητική εξαρτημένη μάθηση. Είναι κυρίως ασυνείδητη. Το αίσθημα της αβοηθησίας μας κάνει να νιώθουμε ότι δεν πρέπει να δοκιμάζουμε νέα πράγματα λόγω του φόβου της δεδομένης αποτυχίας ή της απόρριψης. Όμως, η υιοθέτηση αυτών των ηττοπαθών απόψεων φέρνει εξαιρετικά προβλήματα στη ζωή.

Στο διάσημο πείραμα του Seligman, χρησιμοποιήθηκαν σκυλιά τα οποία κάθε φορά που άκουγαν ένα κουδούνισμα, περίμεναν ένα ήπιο ηλεκτροσόκ (αντίστοιχο με το γνωστό πείραμα του Παβλόφ με τα σκυλιά και την τροφή). Στη συνέχεια τα σκυλιά έμπαιναν σε ένα κιβώτιο με ένα χαμηλό φράχτη που χώριζε τις δύο πλευρές. Από την μια πλευρά είχε καλωδίωση και προκαλούσε ελαφρύ σοκ ενώ από την άλλη όχι. Όταν  χτυπούσε το κουδούνι, ο σκύλος πηδούσε το φράχτη για να γλιτώσει από το ήπιο σοκ και να βρεθεί στην ασφαλή πλευρά. Αλλά υπήρχαν και τα σκυλιά που έμεναν στη θέση τους και περίμεναν το σοκ. Είχαν μάθει από τις προηγούμενες εμπειρίες τους ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν για να αποφύγουν το σοκ.

Ο Seligman απέδωσε αυτή τη συμπεριφορά αβοηθητότητας ως κάτι που μαθαίνει κάποιος μετά από μια αποτυχία. Το ίδιο πείραμα έγινε με ένα σκύλο που δεν είχε υποστεί σοκ πριν και ο οποίος πήδηξε το φράχτη.

Βέβαια, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες αντιδράσεις στις διάφορες εμπειρίες. Μερικοί άνθρωποι είναι πιο πιθανό να βιώνουν την εκμαθημένη αβοηθησία όταν αντιμετωπίζουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις, συχνά εξαιτίας βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων. Τα παιδιά που μεγαλώνουν με γονείς με αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς, είναι πιο πιθανό να εμφανίζουν μαθημένη αβοηθησία.

6. Πείραμα του Μίλγκραμ, 1963

Ένα από τα πιο διάσημα πειράματα στην ιστορία της ψυχολογία διεξήχθη από τον Στάνλεϊ Μίλγκραμ (Stanley Milgram). Το πείραμα του Μίλγκραμ έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ουσιαστικά, μελέτησε την προθυμία των ανθρώπων να υπακούνε σε ένα πρόσωπο εξουσίας, ακόμη και όταν αυτή η υπακοή προκαλούσε κακό στους άλλους. Ποια είναι όμως η σημασία και η επίδραση αυτού του πειράματος στην ψυχολογία;

Το πείραμα του Μίλγκραμ σχεδιάστηκε έτσι ώστε να μελετήσει την υπακοή των ανθρώπων στην εξουσία. Οι συμμετέχοντες ήταν ο πειραματιστής , ο "μαθητής" και ο "δάσκαλος". Ο μαθητής ήταν πάντα συνεργάτης του πειραματιστή και ο δάσκαλος ήταν πάντα ο εθελοντής.

Ο "δάσκαλος"  έπρεπε να κάνει ηλεκτρικό σοκ στο μαθητή κάθε φορά που ο μαθητής έδινε μια λάθος απάντηση. Το ηλεκτρικό σοκ ήταν αρχικά μικρό και η έντασή του ήταν μεγαλύτερη μετά από κάθε λάθος απάντηση.

Ο "μαθητής" στην πραγματικότητα δεν πάθαινε ηλεκτροσόκ, αλλά παρίστανε ότι πονάει και παρακαλούσε το δάσκαλο να σταματήσει. Παρόλα αυτά, ο πειραματιστής έδινε εντολή στον δάσκαλο να συνεχίσει να κάνει ηλεκτρικό σοκ στον μαθητή.

Τα αποτελέσματα από το πείραμα του Μίλγκραμ ήταν σοκαριστικά. Παρά τις διαμαρτυρίες του μαθητή, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων συνέχισε να κάνει ηλεκτρικά σοκ μέγιστης έντασης, ακόμη και όταν πίστευε ότι τα σοκ θα προκαλούσαν σοβαρή βλάβη. Το πείραμα του Μίλγκραμ εξηγεί πως οι άνθρωποι μπορεί να πάρουν αποφάσεις ενάντια στη συνείδησή τους, όπως όταν συμμετέχουν σε ένα πόλεμο ή μια γενοκτονία.

7. Φαινόμενο του φωτοστέφανου (Halo Effect), 1977

Οι καθηγητές Richard Nisbett και Timothy Wilson του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν ήθελαν να μελετήσουν το Halo Effect . Το 1920, ένας Αμερικανός ψυχολόγος ο Edward Lee Thorndike ερεύνησε το φαινόμενο του φωτοστέφανου στον αμερικανικό στρατό και έδειξε ότι είναι μια γνωστική μεροληψία, μια διαστρέβλωση της αντίληψης όταν κρίνουμε έναν άνθρωπο (ή ένα αντικείμενο) και στη λήψη αποφάσεων με βάση αυτή.

Το 1977,  ο Richard Nisbett και ο Timothy Wilson μελέτησαν αυτό το φαινόμενο σε 118 φοιτητές (62 άνδρες και 56 γυναίκες). Οι φοιτητές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν έναν Βέλγο δάσκαλο που μιλούσε αγγλικά με βαριά προφορά. Οι συμμετέχοντες είδαν δύο συνεντεύξεις του δασκάλου στην τηλεόραση. Η πρώτη συνέντευξη έδειχνε να αλληλεπιδρά εγκάρδια με τους μαθητές του, και η δεύτερη να συμπεριφέρεται αφιλόξενα. Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες με ψηφίσουν για την εμφάνιση, τους τρόπους και την προφορά του δασκάλου σε μια κλίμακα μέχρι το 8 , από ελκυστικό ως εκνευριστικό.

Το πείραμα έδειξε ότι μόνο με τη φυσική εμφάνιση, το 70% των συμμετεχόντων  βαθμολόγησε τον δάσκαλο ως ελκυστικό όταν έδειχνε σεβασμό και εκνευριστικό όταν ήταν κρύος. Όταν ο δάσκαλος ήταν αγενής, το 80% των συμμετεχόντων ψήφισε ότι η προφορά του ήταν εκνευριστική. Σε αντίθεση με το 50% όταν ήταν ευγενικός.

Μια γνωστική μεροληψία μπορεί να επηρεάσει τη λήψη μιας σωστής απόφασης, είτε στη διάρκεια μιας συνέντευξης για δουλειά ή για την αγορά ενός προϊόντος από έναν διάσημο που θαυμάζουμε.

Κατανόηση της ψυχολογίας 

Όλες αυτές οι μελέτες βοήθησαν στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των ψυχικών διαταραχών και στη σύνδεση ανάμεσα στο μυαλό και στο σώμα. Αναμφισβήτητα αποτέλεσαν θεμέλιο για πολλές σύγχρονες θεραπευτικές επιλογές όπως η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ, το EMDR , η ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ και ο ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ.