Κάνε το Τεστ
αβοηθητότητα

Εκμαθημένη αβοηθητότητα: τι είναι, πως να την ξεπεράσετε

Εκμαθημένη Αβοηθητότητα

Μιλάμε για εκμαθημένη αβοηθητότητα όταν ένα άτομο αντιμετωπίζει συνεχώς αρνητικές, ανεξέλεγκτες καταστάσεις και σταματά να προσπαθεί να αλλάξει τις συνθήκες, ακόμη και όταν έχει την δυνατότητα να το κάνει. Η αντίληψη που έχει ένα άτομο ότι δεν μπορεί να ελέγξει μια κατάσταση ουσιαστικά οδηγεί σε μια συστηματικά παθητική στάση η οποία είναι επιβλαβής. Η ιδέα της μαθημένης αβοηθητότητας (ή μαθημένη ανημπόρια) αποτελεί τη βάση για πολλές ψυχολογικές θεωρίες. Η συγκεκριμένη ιδέα εξηγεί γιατί κάποιες ανθρώπινες συμπεριφορές φαίνεται να είναι αδιέξοδες.

Τι είναι η εκμαθημένη αβοηθητότητα;

Η μαθημένη αβοηθητότητα (ή αβοηθησία) είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε ανθρώπους και σε ζώα όταν έχουν υποστεί πόνο χωρίς τη δυνατότητα να δραπετεύσουν από αυτόν. Τελικά, μετά από την επανειλημμένη έκθεση στον πόνο το ζώο σταματά να τον αποφεύγει, ακόμη και αν υπάρχει η ευκαιρία να ξεφύγει. Δηλαδή, όταν οι άνθρωποι ή άλλα ζώα αρχίζουν να πείθονται ή να πιστεύουν ότι δεν έχουν τον έλεγχο σε όσα τους συμβαίνουν, αρχίζουν να σκέφτονται, να αισθάνονται και να δρουν σαν αβοήθητοι.

Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται μαθημένη αβοηθησία επειδή δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό. Κανένας δεν γεννιέται πιστεύοντας ότι δεν έχει τον έλεγχο σε όσα συμβαίνουν και ότι είναι ανώφελο να προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο. Είναι μια συμπεριφορά που μαθαίνεται μέσα από εμπειρίες στις οποίες το άτομο πραγματικά δεν έχει τον έλεγχο στις καταστάσεις ή απλά έχει πειστεί ότι δεν έχει τον έλεγχο.

Το πείραμα του Seligman

Το αρχικό πείραμα που σχεδιάστηκε για αυτή τη θεωρία πραγματοποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τους ψυχολόγους Seligman και Maier, Στο διάσημο πείραμα του Seligman, χρησιμοποιήθηκαν σκυλιά τα οποία κάθε φορά που άκουγαν ένα κουδούνισμα, περίμεναν ένα ήπιο ηλεκτροσόκ. Όταν χτυπούσε το κουδούνι, ο σκύλος πηδούσε το φράχτη για να γλιτώσει από το ήπιο σοκ και να βρεθεί στην ασφαλή πλευρά. Όμως υπήρχαν και τα σκυλιά εκείνα που έμεναν στη θέση τους και περίμεναν το σοκ, καθώς είχαν μάθει από τις προηγούμενες εμπειρίες τους ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσαν να κάνουν για να αποφύγουν το σοκ. Ο Seligman απέδωσε αυτή την αβοήθητη συμπεριφορά ως κάτι που μαθαίνεται μετά από μια αποτυχία, επειδή το ίδιο πείραμα έγινε με ένα σκύλο που δεν είχε υποστεί σοκ πριν και ο οποίος πήδηξε το φράχτη για να αποφύγει το σοκ.

Αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε και στους ελέφαντες. Όταν ένας εκπαιδευτής ελεφάντων ξεκίνησε να δουλεύει με ένα μωρό ελέφαντα, χρησιμοποιούσε σχοινί για να δέσει ένα από τα πόδια του ελέφαντα σε ένα στύλο. Ο μικρός ελέφαντας πάλευε για ώρες, προσπαθούσε να ξεφύγει, αλλά τελικά ηρεμούσε και αποδεχόταν ότι η κίνησή του είναι περιορισμένη. Όταν ο ελέφαντας μεγάλωσε και έγινε αρκετά δυνατός για να σπάσει το σχοινί, δεν προσπαθούσε καθόλου, καθώς στην παιδική του ηλικία είχε μάθει ότι κάθε προσπάθεια να σπάσει το σκοινί ήταν άσκοπη.

Εκμαθημένη αβοηθητότητα στους ανθρώπους  

Βέβαια τόσο ακραία πειράματα δεν έχουν γίνει στους ανθρώπους. Ωστόσο, αν και οι ανθρώπινες αντιδράσεις σε τέτοιες καταστάσεις είναι πιο πολύπλοκες και εξαρτώνται από διαφορετικούς παράγοντες, μοιάζουν με αυτές των σκύλων και των άλλων ζώων.

Μια μελέτη για την εκμαθημένη αβοηθησία (ή μαθημένη ανημπόρια) στους ανθρώπους έγινε το 1975. Σε αυτή τη μελέτη οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Μια ομάδα άκουγε ένα δυνατό και δυσάρεστο θόρυβο αλλά μπορούσε να τερματίσει το θόρυβο πατώντας ένα κουμπί τέσσερις φορές. Η δεύτερη ομάδα εκτίθονταν στον ίδιο θόρυβο αλλά το κουμπί δεν ήταν λειτουργικό και η τρίτη ομάδα δεν εκτίθονταν σε κανένα θόρυβο.

Αργότερα, όλοι οι συμμετέχοντες εκτέθηκαν σε δυνατό θόρυβο και τους δόθηκε ένα κουτί με μοχλό που όταν τον κουνούσαν ο ήχος θα έκλεινε. Όπως συνέβη και με τα πειράματα στα ζώα, οι άνθρωποι που δεν είχαν τον έλεγχο στο θόρυβο αρχικά δεν προσπάθησαν να κλείσουν τον ήχο, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες βρήκαν πως θα κλείσουν τον ήχο γρήγορα.

Η έκθεση των ανθρώπων σε καταστάσεις που δεν είχαν τον έλεγχο οδηγούσε σε γνωστικά και συναισθηματικά ελλείμματα.  Οι γνωστικές ελλείψεις αναφέρονται στην ιδέα που έχει το άτομο ότι όσα του συμβαίνουν είναι ανεξέλεγκτα. Η έλλειψη στα κίνητρα αναφέρεται στην έλλειψη απόκρισης ώστε να ξεφύγει κάποιος από μια κατάσταση.

Το συναισθηματικό έλλειμμα αναφέρεται στην καταθλιπτική διάθεση που προκύπτει όταν κάποιος εκτίθεται σε μια αρνητική κατάσταση στην οποία νιώθει ότι δεν έχει τον έλεγχο.  Έτσι εξηγείται η σύνδεση ανάμεσα στην εκμαθημένη αβοηθησία και στην κατάθλιψη.

Μαθημένη αβοηθησία και κατάθλιψη

Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σύνδεση ανάμεσα στην εκμαθημένη αβοηθησία και στην κατάθλιψη, είναι ανάγκη να κατανοήσετε τους δύο τύπους αβοηθητότητας.

  • Την γενικευμένη αβοηθητότητα , η οποία είναι η αίσθηση της αβοηθητότητας που νιώθει ένα άτομο που πιστεύει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την κατάσταση που αντιμετωπίζει. Πιστεύει ότι κανείς δεν μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο ή το άγχος.
  • Από την άλλη πλευρά, η προσωπική αβοηθητότητα είναι μια πιο εντοπισμένη αίσθηση αβοηθητότητας. Το άτομο μπορεί να πιστεύει ότι οι άλλοι θα μπορούσαν να βρουν μια λύση ή ότι μπορεί να αποφύγει τον πόνο ή το άγχος, αλλά πιστεύει ότι το ίδιο δεν μπορεί προσωπικά να βρει μια λύση.

Και οι δύο μορφές αβοητότητας μπορεί να οδηγήσουν στην κατάθλιψη, αλλά η ποιότητα της κατάθλιψης μπορεί να διαφέρει. Οι άνθρωποι που νιώθουν γενικευμένη αβοηθητότητα έχουν την τάση να μετατοπίζουν τις ευθύνες τους σε εξωτερικούς παράγοντες για τα προβλήματα και την αδυναμία τους να τα επιλύσουν, ενώ οι άνθρωποι με προσωπική αβοηθητότητα έχουν την τάση να βρίσκουν εσωτερικούς λόγους.

Αυτοί που νιώθουν προσωπικά αβοήθητοι είναι πολύ πιο πιθανό να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση καθώς πιστεύουν ότι οι άλλοι μπορούν να λύσουν τα προβλήματά τους.

Αν και τα ελλείμματα στην αντίληψη και στα κίνητρα είναι ίδια για τους ανθρώπους με προσωπική και γενικευμένη αβοηθησία, οι άνθρωποι βιώνουν την προσωπική αβοηθητότητα πιο έντονα.

Όταν ένα άτομο νιώθει γενικευμένη αβοηθητότητα, νιώθει αρνητικά συναισθήματα για διαφορετικές πτυχές της ζωής, όχι μόνο για μια. Είναι πολύ πιο πιθανό να βιώνει σοβαρή κατάθλιψη από ότι οι άνθρωποι με προσωπική αβοηθητότητα.

Οι άνθρωποι με χρόνια αβοηθητότητα (αυτοί που νιώθουν αβοήθητοι για μεγάλο χρονικό διάστημα) είναι πολύ πιο πιθανό να έχουν συμπτώματα κατάθλιψης από αυτούς που βιώνουν παροδική αβοηθητότητα (μια μικρή περίοδο στην οποία νιώθουν αβοήθητοι).

Αυτό το μοντέλο της εκμαθημένης αβοηθητότητας έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατάθλιψη. Το άτομο πιστεύει ότι δεν μπορεί να αλλάξει μια κατάσταση, δεν προσδοκά να βελτιωθούν τα πράγματα και έτσι εμφανίζεται η κατάθλιψη.

Ωστόσο, η κατάθλιψη διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της αβοηθητότητας. Τα συμπτώματα της κατάθλιψης εξαρτώνται από την σταθερότητα της αβοηθητότητας και κάθε επίδραση στην αυτοεκτίμηση εξαρτάται από το πως το άτομο εξηγεί τις εμπειρίες του.

Η μαθημένη αβοηθησία συχνά συνδέεται με άλλα αρνητικά συναισθήματα όπως η δυσλειτουργική τελειομανία, η εξουθένωση, ο κυνισμός, η κατάθλιψη, το άγχος, οι φοβίες , η ντροπή και η μοναξιά.

Εκμαθημένη αβοηθητότητα και εκπαίδευση  

Το θέμα της μαθημένης αβοηθησίας προκύπτει συχνά στον τομέα της εκπαίδευσης. Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πως οι πρώιμες ακαδημαϊκές αποτυχίες ή η χαμηλή ακαδημαϊκή αυτοεκτίμηση μπορεί να επηρεάσει την επιτυχία και πως οι σχέσεις επηρεάζουν τις πιθανότητες επιτυχίας.

Η μαθημένη αβοηθησία στους μαθητές δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο. Αυτοί που νιώθουν αδύναμοι να επιτύχουν είναι απίθανο να προσπαθήσουν στο σχολείο, πράγμα που μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας και οδηγεί σε μικρότερο κίνητρο και προσπάθεια.

Ο φαύλος κύκλος καταλήγει στην έλλειψη κινήτρου για μάθηση και στην έλλειψη ανταγωνισμού. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να οδηγήσει στην γενικευμένη αίσθηση της αβοηθητότητας, στην οποία ο μαθητής δεν πιστεύει στις ικανότητές του και δεν έχει κίνητρο να μάθει.

Οι λόγοι στους οποίους αποδίδουν οι μαθητές την αποτυχία ή την επιτυχία είναι πολύ σημαντικοί για το σχολείο. Αν ένας μαθητής πιστεύει ότι έχει αποτύχει επειδή οι καθηγητές του τον μισούν ή επειδή απλά είναι ανόητος, όλοι αυτοί οι παράγοντες δεν είναι στον έλεγχό του και έτσι νιώθει περισσότερη αβοηθητότητα.

Αν ένας μαθητής πιστεύει ότι απέτυχε επειδή δεν μελέτησε σκληρά, τότε οι αιτίες είναι εσωτερικές πράγμα που σημαίνει ότι είναι στον έλεγχό του, οι οποίοι είναι λιγότερο πιθανό να οδηγήσουν σε γενική αίσθηση αβοηθητότητας που σχετίζεται με το σχολείο.

Υπάρχουν κάποιοι τρόποι που προλαμβάνουν την αίσθηση της αβοηθητότητας στους μαθητές:

  • Οι δάσκαλοι επαινούν και ενθαρρύνουν κάθε μαθητή ανάλογα με τις ικανότητές του και έτσι βοηθούν να πιστέψει ότι είναι καλός.
  • Οι δάσκαλοι ενθαρρύνουν τις προσπάθειες των μαθητών και τους βοηθούν να πιστέψουν ότι η προσπάθεια κάνει τη διαφορά.
  • Κάθε μαθητής θέτει ατομικούς στόχους ώστε να μάθει πόσο σημαντική είναι η επίτευξη των στόχων.

Κάποιες σημαντικές στρατηγικές για τους δασκάλους και τους γονείς περιλαμβάνουν:

  • Την πρόσβαση σε πηγές μάθησης ( ανθρώπους, βιβλία, sites, οργανώσεις) ώστε να βοηθηθεί ο μαθητής να νιώσει άνετα όταν δεν γνωρίζει την απάντηση και ψάχνει να την βρει στα σωστά μέρη.
  • Να σταματήσουν να δίνουν απαντήσεις στους μαθητές, αντιθέτως να τους βοηθούν να βρίσκουν μόνη τους τη λύση.
  • Να επιτρέπουν την αποτυχία. Η αποτυχία και η προσπάθεια είναι ζωτικής σημασίας για τα παιδιά και αυτό σημαίνει ότι θα είστε στο πλευρό τους και θα τα υποστηρίξετε αν αποτύχουν.

Εκμαθημένη αβοηθητότητα στις σχέσεις 

Η μαθημένη αβοηθητότητα παρατηρείται συχνά στις σχέσεις και στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Στην πραγματικότητα, αυτό το φαινόμενο βοήθησε να βρεθούν απαντήσεις σε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τα θύματα που μένουν με κακοποιητικούς συντρόφους , όπως:

  • Γιατί δεν μίλησαν σε κάποιον;
  • Γιατί δεν προσπάθησαν να ζητήσουν βοήθεια;
  • Γιατί απλά δεν έφυγαν;

Είναι δύσκολο να εξηγηθεί η επίδραση του κακοποιητικού ατόμου στη συμπεριφορά του θύματος. Τελικά, οι παρατηρητές πιστεύουν ότι δεν βγάζει νόημα το γεγονός ότι τα θύματα επιλέγουν να μείνουν με κάποιον που τους πληγώνει.

Ωστόσο, σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, οι κακοποιητικοί σύντροφοι δημιουργούν μια μορφή "ηλεκτρικού σοκ" στο θύμα για να εγκλιματίσουν τα θύματα στην κακοποίηση και να τους μάθουν ότι δεν έχουν τον έλεγχο της κατάστασης. Οι κακοποιητικοί άνθρωποι έχουν τον απόλυτο έλεγχο και τα θύματα μαθαίνουν ότι είναι αβοήθητα σε κάθε κατάσταση.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι εύκολο να δείτε πως η κακοποίηση οδηγεί στην εκμαθημένη αβοηθητότητα, η οποία ακολούθως μπορεί να οδηγήσει στην έλλειψη κινήτρου για να δραπετεύσει το θύμα. Όπως και με το πείραμα του Seligman , έτσι τα θύματα μαθαίνουν την ενδοοικογενειακή βία και την κακοποίηση και νιώθουν αδύναμα και ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να γλιτώσουν από τον κακοποιητή τους.

Αυτές οι αντιλήψεις είναι δύσκολο να κλονιστούν, και συχνά απαιτείται ψυχοθεραπεία και υποστήριξη για να αλλάξουν.

Σύμφωνα με την εκμαθημένη αβοηθητότητα, αναπτύχθηκε μια ειδική θεωρία για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας η οποία ονομάστηκε κυκλική κακοποίηση. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μια σχέση στην οποία η ενδοοικογενειακή βία έχει συμβεί είναι πιθανό να περιλαμβάνει βία σε ένα προβλέψιμο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο.

Αυτό το μοτίβο γενικά περιλαμβάνει:

  • Στάδιο 1: μια περίοδο όπου η ένταση χτίζεται και το κακοποιητικό άτομο αρχίζει να θυμώνει, να μην επικοινωνεί και το θύμα έχει την ανάγκη να υποταχθεί.
  • Στάδιο 2 : η περίοδος δράσης, στην οποία συμβαίνει η κακοποίηση.
  • Στάδιο 3: η περίοδος που μοιάζει με το μήνα του μέλιτος, στην οποία το κακοποιητικό άτομο ζητά συγνώμη, δείχνει μεταμέλεια και προσπαθεί να δικαιολογήσει την κακοποίηση. Το κακοποιητικό άτομο μπορεί να υπόσχεται ότι ποτέ ξανά δεν θα φερθεί ξανά βίαια στο θύμα ή κατηγορεί το θύμα ότι προκάλεσε την κακοποίηση.
  • Στάδιο 4: η περίοδος ηρεμίας, στην οποία η κακοποίηση σταματά, το κακοποιητικό άτομο συμπεριφέρεται σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα και το θύμα ίσως αρχίζει να πιστεύει ότι η κακοποίηση έχει τελειώσει και το κακοποιητικό άτομο έχει αλλάξει.

Από αυτή την οπτική, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλά θύματα ενδοοικογενειακής βίας αναπτύσσουν εκμαθημένη αβοηθητότητα. Όταν η κακοποίηση επαναλαμβάνεται νιώθουν εντελώς αβοήθητα, παγιδευμένα και ανίκανα να αποφύγουν την κακοποίηση.

Η θεωρία της κυκλικής κακοποίησης υποστηρίζει ότι τα θύματα της κακοποίησης δεν νιώθουν μόνο αβοήθητα αλλά επίσης:

  • Ξαναζούν την ίδια κατάσταση.
  • Προσπαθούν να αποφύγουν την ψυχολογική επίδραση της κακοποίησης αποφεύγοντας δραστηριότητες, ανθρώπους και συναισθήματα.
  • Είναι σε υπερεγρήγορση.
  • Έχουν διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.
  • Έχουν θέματα οικειότητας.

Ξεκάθαρα, η εκμαθημένη αβοηθητότητα είναι ένα σοβαρό θέμα για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και άλλων μορφών κακοποίησης.

Πως θα ξεπεράσετε την εκμαθημένη αβοηθητότητα;

Η μαθημένη αβοηθητότητα τυπικά εκδηλώνεται με την έλλειψη κινήτρου, την χαμηλή αυτοεκτίμηση, την έλλειψη επιμονής, την πεποίθηση ότι κάποιος δεν είναι ικανός και είναι αποτυχημένος. Είναι πολύ συχνή στους ανθρώπους που έχουν βιώσει μια επαναλαμβανόμενη τραυματική εμπειρία όπως η παραμέληση ή η κακοποίηση στην παιδική ηλικία ή η ενδοοικογενειακή βία.

Όταν κάποιος νιώθει αβοήθητος, δεν έχει τον έλεγχο της ζωής του και των πράξεων του. Νιώθει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο. Με αυτή τη νοοτροπία, η αλλαγή φαίνεται ανέφικτη. Ο εγκέφαλος στην εκμαθημένη αβοηθητότητα αντιμετωπίζει την αποτυχία με παραίτηση. Ωστόσο, είναι πάντα δυνατό να αναλάβετε δράση, αρκεί να έχετε το μυαλό σας ανοιχτό σε κάθε ενδεχόμενο.

Οι άνθρωποι που νιώθουν κολλημένοι σε μια σχέση μερικές φορές παραιτούνται. Δεν μπορούν να βελτιώσουν ή να δουλέψουν τη σχέση τους και επίσης δεν μπορούν να την τελειώσουν. Μερικές φορές, ο ένας σύντροφος μπορεί να νιώθει ότι έχει επενδύσει πολλά στη σχέση και το να προχωρήσει δεν του φαίνεται σωστό. Και η επίλυση των προβλημάτων φαντάζει τρομακτική. Έτσι λοιπόν μπαίνει σε κατάσταση αβοηθητότητας και δεν κάνει τον κόπο να προσπαθήσει.

Ψυχοθεραπεία για την εκμαθημένη αβοηθητότητα

Οι άνθρωποι μπορούν να αντισταθούν στην εκμαθημένη αβοηθητότητα καλλιεργώντας την αντοχή τους, την αξία του εαυτού τους και την συμπόνια προς τον εαυτό τους. Η δέσμευση σε δραστηριότητες που βοηθούν στην ανάκτηση του ελέγχου μπορεί να είναι πολύτιμη.

Το ακριβώς αντίθετο από την εκμαθημένη αβοηθητότητα είναι η αισιοδοξία. Η μαθημένη αισιοδοξία βοηθά ένα άτομο να αποκτήσει αντοχή και να μάθει να βλέπει με πιο θετικό τρόπο όσα συμβαίνουν. Ίσως να μην είναι τόσο εύκολο να μάθει κανείς να σκέφτεται αισιόδοξα όσο είναι η μάθηση της αβοηθητότητας αλλά μπορεί να γίνει.

Σπάστε τα δεσμά του παρελθόντος, ξεπεράστε την αβοηθητότητα

Η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ και το EMDR μπορούν να σας βοηθήσουν να εξερευνήσετε τις ρίζες της εκμαθημένης αβοηθητότητας και να τις ξεπεράσετε. Η δουλειά με έναν ειδικό ψυχοθεραπευτή θα σας βοηθήσει να σταματήσετε να σαμποτάρετε τον εαυτό σας, να ανακτήσετε τον έλεγχο της ζωής σας, να αλλάξετε τον τρόπο σκέψης σας, να γίνετε πιο αισιόδοξοι και να δείτε τις καταστάσεις μέσα από μια θετική ματιά.