Τα "χειρότερα" αντικαταθλιπτικά
Σε όλες τις ιατρικές ειδικότητες η επιλογή χρήσης ενός φαρμάκου γίνεται πάντα με κριτήριο το όφελος-κόστος, όπου το "κόστος" αναφέρεται στις παρενέργειες που μπορεί να έχει ένα φάρμακο, και όχι στην τιμή του. Στην ψυχιατρική ειδικότερα, τα χειρότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι γενικά αυτά που σχετίζονται με τις πιο σοβαρές παρενέργειες, τη χαμηλότερη ανεκτικότητα ή τον υψηλότερο κίνδυνο για παρενέργειες σε συγκεκριμένους ασθενείς, παρά το όφελός τους.
Παλαιότερα αντικαταθλιπτικά
Υπό το παραπάνω, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (TCA) όπως η αμιτριπτυλίνη (Saroten, Minitran), η κλομιπραμίνη (Anafranil) και η ιμιπραμίνη θεωρούνται συχνά λιγότερο επιθυμητά επειδή προκαλούν συχνά πιο έντονες ή σοβαρές παρενέργειες όπως καταστολή, αύξηση βάρους, θολή όραση, δυσκοιλιότητα, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού και είναι ιδιαίτερα τοξικά σε περίπτωση υπερδοσολογίας, καθιστώντας τα επικίνδυνα, ειδικά για άτομα που διατρέχουν κίνδυνο αυτοκτονίας ή πάσχουν από καρδιαγγειακές παθήσεις.
Οι αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟΙ) έχουν επίσης πολλές και επικίνδυνες παρενέργειες, κυρίως σοβαρών αλληλεπιδράσεων με τη διατροφή και άλλα φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν δυνητικά θανατηφόρες αντιδράσεις. Όμως ως αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα.
Τα παλαιότερης γενιάς αντικαταθλιπτικά φάρμακα πρέπει να αποφεύγονται ή να παρακολουθούνται προσεκτικά, είτε λόγω υψηλότερου κινδύνου παρενεργειών ή τοξικότητας, ειδικά όταν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που είναι ασφαλέστερες και καλύτερα ανεκτές. Χρησιμοποιούνται μόνο σε ανθεκτικές περιπτώσεις κατάθλιψης, ή λόγω συγκεκριμένων ενδείξεων αποτελεσματικότητας.
Νεότερα αντικαταθλιπτικά
Τα νεότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα θεωρούνται καλύτερα, από άποψη αποτελεσματικότητας-παρενεργειών. Ωστόσο και αυτά, δεν στερούνται παρενεργειών.
Ορισμένα αντικαταθλιπτικά, όπως η βενλαφαξίνη (Efexor) και η ντουλοξετίνη (Cymbalta), σχετίζονται με αυξήσεις στην αρτηριακή πίεση και συμπτώματα απόσυρσης που μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολα εάν το φάρμακο διακοπεί απότομα.
Η τραζοδόνη (Trittico) και η φλουβοξαμίνη (Dumyrox) έχουν παρατηρηθεί ότι έχουν υψηλά ποσοστά εγκατάλειψης (υποδεικνύοντας κακή ανεκτικότητα).
Ορισμένα SSRI όπως η παροξετίνη (Seroxat) είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν σε συμπτώματα απόσυρσης και σεξουαλική δυσλειτουργία, ενώ η σιταλοπράμη και η εσιταλοπράμη ενέχουν συγκεκριμένους καρδιακούς κινδύνους, ιδιαίτερα την πιθανότητα παράτασης του διαστήματος QT, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με τη χρήση τους σε ευάλωτους ασθενείς.
Η ατομική ιδιοσυγκρασία παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, καθώς οι αναφορές ασθενών αποκαλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ανεπιθύμητων ενεργειών, από μεγάλη κόπωση και αύξηση βάρους με μιρταζαπίνη (Remeron) έως συναισθηματικό μούδιασμα, αυξημένο άγχος ή ακόμη και αυτοκτονικό ιδεασμό με φάρμακα όπως η σερτραλίνη και η φλουοξετίνη (Ladose) μεταξύ ορισμένων ασθενών.
Παρενέργειες αντικαταθλιπτικών
Οι παρενέργειες σχεδόν με όλα τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να περιλαμβάνουν γαστρεντερικά προβλήματα, σεξουαλική δυσλειτουργία, συναισθηματική άμβλυνση, αύξηση βάρους, αϋπνία ή αλλά σοβαρούς κινδύνους όπως το σπάνιο σύνδρομο σεροτονίνης, αυξημένες αυτοκτονικές σκέψεις (ειδικά σε εφήβους ή ηλικιωμένους που ξεκινούν θεραπεία).
Το "χειρότερο αντικαταθλιπτικό" όμως είναι μια εξατομικευμένη ιστορία, δηλαδή πέρα από τις παρενέργειες που έχουν καταγραφεί συνολικά στις κλινικές μελέτες, είναι αυτό που δεν ταιριάζει βιοχημικά στον ασθενή.
Κάποιες προσπάθειες έχουν γίνει να συσχετιστεί το DNA (φαρμακογονιδιωματική) με την αντίδραση σε αντικαταθλιπτικά και άλλα φάρμακα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτές οι εξετάσεις ουσιαστικά στερούνται χρησιμότητας στην κλινική πράξη.
Εναλλακτικές επιλογές
Η επιλογή του καλύτερου αντικαταθλιπτικού για εσάς θα πρέπει να συζητηθεί με τον ψυχίατρο που σας παρακολουθεί.
Στις πιο ήπιες περιπτώσεις, η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ και το EMDR (για τα ψυχικά τραύματα) συχνά μπορούν να δώσουν τη λύση. Συμπληρωματικά και η ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ μπορεί να βοηθήσει χωρίς τις παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών.