Το σύνδρομο Tourette (Τουρέτ) είναι μια διαταραχή του νευρικού συστήματος και είναι υπεύθυνο για τα “τικ” που έχουν πολλοί άνθρωποι. Τα τικ είναι ξαφνικές κινήσεις, ταχείες, άρρυθμες στερεότυπικές κινήσεις ή ήχοι που οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματάνε αυτά τα τικ. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του συνέχεια. Ή ένα άλλο, μπορεί να κάνει περίεργους ήχους χωρίς να το θέλει. Μερικές φορές μπορεί κάποιοι άνθρωποι να καταφέρνουν να σταματούν αυτά τα τικ, αλλά ουσιαστικά δεν βρίσκονται υπό εκούσιο έλεγχο.
Τα κύρια συμπτώματα του συνδρόμου είναι τα τικ. Τα συμπτώματα συνήθως ξεκινούν στην ηλικία των 5-10 ετών. Το πρώτο σύμπτωμα είναι συνήθως τα κινητικά τικ στην περιοχή του κεφαλιού και στον αυχένα. Συνήθως, υπάρχει μια επιδείνωση των τικ σε στιγμές άγχους. Επίσης, εμφανίζουν βελτίωση όταν το άτομο είναι ήρεμο.
Οι τύποι των τικ και η συχνότητα αλλάζει με τον καιρό. Μπορεί κάποια συμπτώματα να εμφανίζονται, να εξαφανίζονται και να εμφανίζονται ξανά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει μια ύφεση στην διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης ενηλικίωσης και μερικές φορές εξαφανίζονται τελείως. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι με σύνδρομο Tourette έχουν τικ και στην ενήλικη ζωή τους, τα οποία μπορεί να εμφανίζουν επιδείνωση.
Αν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συχνά εμφανίζουν τους ανθρώπους με σύνδρομο Tourette να φωνάζουν και να χρησιμοποιούν υβριστικές λέξεις (κοπρολαλία) ή συνεχώς να επαναλαμβάνουν τις λέξεις άλλων ανθρώπων (ηχολαλία), αυτά τα συμπτώματα συναντούνται σε λιγότερο από το 10% των περιπτώσεων.
Υπάρχουν δύο τύποι τικ, τα κινητικά και τα φωνητικά.
Επίσης, τα τικ μπορεί να είναι απλά ή πολύπλοκα.
Η ακριβής αιτία του συνδρόμου παραμένει άγνωστη. Η νόσος διατρέχει οικογένειες, οπότε τα γονίδια παίζουν κάποιο ρόλο. Τα προβλήματα σχετικά με τον μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο συμβάλλουν στο σύνδρομο. Οι νευροδιαβιβαστές, όπως η ντοπαμίνη, ρυθμίζουν την συμπεριφορά και τις κινήσεις.
Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν:
Την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ), στην οποία ένα άτομο νιώθει ότι πρέπει να κάνει κάτι ξανά και ξανά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο έλεγχος που κάνει ένα άτομο για το αν έχει κλειδώσει το σπίτι ή αν έχει αφήσει ανοιχτή την κουζίνα. Τα παιδιά μερικές φορές επαναλαμβάνουν μια πρόταση μέχρι να είναι σωστή. Η ΙΨΔ μπορεί να περιλαμβάνει τελετουργικά, καταναγκασμούς ή διεισδυτικές σκέψεις που είναι δυσάρεστες.
Την διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), που μπορεί να περιλαμβάνει δυσκολία στη συγκέντρωση, εύκολη διάσπαση της προσοχής, αδυναμία ολοκλήρωσης των εργασιών, παρορμητικές συμπεριφορές, μεταπήδηση από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, αδυναμία να μείνει κάποιος ακίνητος, έλλειψη αυτοελέγχου. Οι ενήλικες μπορεί να έχουν υπολειπόμενα σημάδια της ελλειμματικής προσοχής όπως οι παρορμητικές συμπεριφορές και η δυσκολία στη συγκέντρωση. Πολύ συχνές είναι οι μαθησιακές δυσκολίες όπως η δυσλεξία, οι δυσκολίες στην αντίληψη και στους αριθμούς, οι δυσκολίες στη γραφή.
Τα συμπεριφορικά προβλήματα μπορεί να περιλαμβάνουν καταναγκαστικές και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, προβλήματα προσοχής, δυσκολία στον ύπνο, χαμηλή αυτοπεποίθηση, κακή απόδοση στο σχολείο, κοινωνική απομόνωση, κοινωνική φοβία. Άλλα συχνά προβλήματα είναι οι επιθετικές και αμυντικές συμπεριφορές.
Δεν υπάρχει μόνο μία εξέταση για την διάγνωση του συνδρόμου. Ο ψυχίατρος ή ο νευρολόγος αξιολογεί τα συμπτώματα και τα τικ του ατόμου. Η συχνότητα, η διάρκεια και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει σε κάθε άτομο. Η διάγνωση του συνδρόμου μπορεί να γίνει αν ένα άτομο έχει κινητικά και φωνητικά τικ, που διαρκούν τουλάχιστον ένα χρόνο.
Δεν υπάρχει απόλυτα ειδική θεραπεία για το σύνδρομο και τα περισσότερα παιδιά με τικ δεν έχουν ανάγκη την θεραπεία. Η θεραπεία έχει ως σκοπό την διαχείριση των τικ και των κοινωνικών δυσκολιών, και περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή.
Τα ήπια τικ που δεν επηρεάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες ενός ατόμου δεν χρειάζονται θεραπεία. Ωστόσο, τα σοβαρά τικ μπορεί να προκαλούν δυσκολίες στη δουλειά, στο σχολείο ή σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να είναι βοηθητική για κάποιους ανθρώπους αλλά συνήθως αποτελεί επιλογή όταν τα τικ είναι πολύ σοβαρά και επηρεάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου. Επίσης, τα φάρμακα για το σύνδρομο Tourette μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες (όπως τα εξωπυραμιδικά συμπτώματα και αρρυθμίες) και να μην είναι αποτελεσματικά για όλους.
Τα κύρια φάρμακα για το σύνδρομο Tourette είναι άτυπα και τυπικά νευροληπτικά (όπως Aloperidin, Risperdal, Dogmatyl) αλλά και η κλονιδίνη (Catapresan, Catapres). Τα νευροληπτικά είναι φάρμακα που επηρεάζουν την δράση της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Η ντοπαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής που επιδεινώνει τα τικ. Αν υπάρχει συννοσηρότητα, συνυπάρχουν διαταραχές όπως η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής (ΔΕΠΥ), τότε χρησιμοποιούνται και άλλα φάρμακα για τη διαχείριση αυτών των καταστάσεων, καθώς και ηρεμιστικά.
Η ψυχοθεραπεία έχει ως σκοπό την μείωση των τικ και περιλαμβάνει την επεξεργασία των συναισθημάτων που οδηγούν στα τικ αλλά και την διαχείριση των κοινωνικών δυσκολιών. Ο θεραπευόμενος βρίσκει έναν εναλλακτικό τρόπο για να ανακουφίζει την έντονη επιθυμία του για το τικ.
Τα τικ που έχουν σχέση με το σύνδρομο είναι αναπόφευκτα, έτσι δεν υπάρχει κάτι που μπορούν οι ασθενείς να ελέγξουν. Ωστόσο, η ψυχοθεραπεία βοηθά στην διαχείριση των τικ και την μείωση των αρνητικών τους επιδράσεων:
Η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ συμβάλλει στην αποτελεσματική επεξεργασία των συναισθημάτων που οδηγούν στα τικ. Πολλές φορές συγκεκριμένες ψυχοπιεστικές καταστάσεις επιδεινώνουν τα τικ. Για αυτό οι ασθενείς είναι ανάγκη να μπορούν να διαχειριστούν το άγχος τους, ώστε να μην βιώνουν τις αρνητικές επιδράσεις του. Η ΨΥΧΟΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ είναι επίσης σημαντική γιατί βοηθάει όλη την οικογένεια να διαχειριστεί την κατάσταση και να υποστηρίξει το παιδί.Αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου Tourette