Η αγοραφοβία είναι μια διαταραχή άγχους που εκδηλώνεται ως φόβος σε περιπτώσεις όπου η διαφυγή μπορεί να είναι δύσκολη, ή στις οποίες η βοήθεια δεν είναι διαθέσιμη αν συμβεί κάτι κακό.
Η λέξη προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη “αγορά,” που αναφέρονταν ως χώρος συγκέντρωσης ή εμπορίου. Η κατάσταση αυτή συχνά είναι παρεξηγημένη ως ο φόβος για τους ανοιχτούς χώρους αλλά, είναι στην πραγματικότητα, πιο σύνθετη. Η αγοραφοβία περιλαμβάνει τον φόβο της πολυκοσμίας ή του να είναι κάποιος μόνος έξω.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 0,8% των ενηλίκων έχουν αγοραφοβία χωρίς ιστορικό διαταραχής πανικού (κρίσεις πανικού). Η μέση ηλικία έναρξης είναι τα 20 χρόνια.
Παραθέτουμε ορισμένα σημεία κλειδιά σχετικά με την αγοραφοβία:
Η αγοραφοβία κατηγοριοποιείται ως μια αγχώδη διαταραχή. Μια αγχώδη διαταραχή συμβαίνει όταν το άγχος δεν φεύγει και τείνει να γίνεται χειρότερο με την πάροδο του χρόνου.Ένας άλλος τύπος αγχώδους διαταραχής είναι η διαταραχή πανικού, όπου οι κρίσεις πανικού και τα ξαφνικά αισθήματα του τρόμου συμβαίνουν χωρίς προειδοποίηση.
Η αγοραφοβία είναι μια τέτοια αγχώδης διαταραχή όπως και η διαταραχή πανικού. Οι αγοραφοβικές κρίσεις πανικού συνδέονται με τον φόβο χώρων από τους οποίους είναι δύσκολη η διαφυγή ή όπου η βοήθεια ίσως να μην είναι διαθέσιμη.
Οι χώροι που μπορούν να προκαλέσουν αγοραφοβία είναι εκείνοι που μπορεί να κάνουν ένα άτομο να αισθανθεί αβοήθητο ή παγιδευμένο, ντροπή, όπως είναι τα πολυπληθή μέρη, οι γέφυρες, τα δημόσια μέσα μεταφοράς και οι απομακρυσμένες περιοχές.
Οι περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζουν αγοραφοβία μετά από μία ή περισσότερες κρίσεις πανικού. Αυτές οι κρίσεις τους προκαλούν φόβο για επιπλέον κρίσεις, έτσι αποφεύγουν καταστάσεις συστηματικά στις οποίες παρατηρούν ότι κρίσεις μπορεί να συμβούν.
Οι άνθρωποι με αγοραφοβία ίσως χρειαστούν τη συντροφιά για να πάνε σε ένα δημόσιο μέρος, και κάποιες φορές να αισθάνονται ανίκανα να αφήσουν το σπίτι.
Τα στοιχεία της διάγνωσης άλλαξαν πρόσφατα. Η διαταραχή πανικού και η αγοραφοβία είναι τώρα δύο ξεχωριστές διαγνώσεις, και ο τίτλος της “αγοραφοβίας με ή χωρίς διαταραχή πανικού” δεν εφαρμόζεται πλέον.
Η αγοραφοβία συνήθως θεραπεύεται με συνδυασμό αντικαταθλιπτικών φαρμάκων και ψυχοθεραπείας.
Η ψυχοθεραπεία είναι αποτελεσματική για τους περισσότερους ανθρώπους με αγοραφοβία, αλλά μπορεί να είναι δυσκολότερη εάν οι άνθρωποι δεν λάβουν νωρίς βοήθεια.
Οι ψυχίατροι μπορούν να συνταγογραφήσουν διάφορα φάρμακα για την αντιμετώπιση της κατάστασης:
α) Αντικαταθλιπτικά φάρμακα (όπως τα SSRI), που μπορούν να συνταγογραφηθούν για την θεραπεία της αγοραφοβίας.
β) Αγχολυτική φαρμακευτική αγωγή, όπως οι βενζοδιαζεπίνες, που μπορούν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα του άγχους βραχυπρόθεσμα.
Τα φάρμακα είναι ασφαλή υπό τις οδηγίες των ειδικών ψυχιάτρων και δεν προκαλούν εξάρτηση. Συνίσταται να ακολουθείτε τις οδηγίες του ψυχιάτρου που σας παρακολουθεί.
Η ψυχοθεραπεία στοχεύει στη μείωση των συμπτωμάτων του άγχους έτσι ώστε το άτομο να αισθάνεται ασφαλέστερο και ικανό να λειτουργεί καλύτερα.
Η ψυχοθεραπεία επικεντρώνεται στην αλλαγή των σκέψεων που προκαλούν την κατάσταση. Το άτομο επίσης μαθαίνει:
Η οικογενειακή υποστήριξη είναι πολύ βοηθητική, δείχνοντας κατανόηση και χωρίς να πιέζει τον πάσχοντα.
Η αγοραφοβία μπορεί να είναι παρούσα σαν συνδυασμός φόβων, αισθημάτων, και φυσικών συμπτωμάτων.
Ωστόσο ο κύριος φόβος είναι ότι δεν μπορούν καταστάσεις στις οποίες η βοήθεια ή η διαφυγή δεν θα είναι πιθανή αν υπάρξει κίνδυνος. Ένα άτομο με αγοραφοβία συνήθως επίσης φοβάται:
Ένα άτομο που πάσχει από αγοραφοβία μπορεί να βιώνει τα ακόλουθα συναισθήματα :
Μερικοί άνθρωποι γίνονται πλήρως εξαρτημένοι από άλλους ή παραμένουν κλεισμένοι στο σπίτι για μεγάλες χρονικές περιόδους.
Τα σωματικά συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν:
Οι άνθρωποι που βιώνουν κρίσεις πανικού ίσως αλλάζουν τον τρόπο που συμπεριφέρονται και λειτουργούν στο σπίτι, στο σχολείο ή στον χώρο εργασίας.Αποφεύγουν συστηματικά καταστάσεις που προκαλούν την έναρξη κρίσεων. Ίσως να νιώθουν θλίψη ή κατάθλιψη, και να επιχειρήσουν ακόμα και να αυτοκτονήσουν για να λυτρωθούν από την απελπισία. Άλλοι καταφεύγουν στην κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών, επιδεινώνοντας το πρόβλημα.
Η ακριβής αιτία της αγοραφοβίας παραμένει ασαφής, αλλά θεωρείται ότι παίζουν ρόλο κάποιες περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν την απόκριση στον φόβο. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως τραυματικές εμπειρίες (για παράδειγμα κάποια διάρρηξη ή επίθεση) συμβάλλουν στην εμφάνιση της διαταραχής. Γενετικοί παράγοντες (κληρονομικότητα) επίσης παίζουν ρόλο στην αγοραφοβία και στις άλλες αγχώδεις διαταραχές.
Η αγοραφοβία διαγιγνώσκεται μετά από μια συνεδρία- συνέντευξη με κάποιον ειδικό ψυχίατρο, ο οποίος εκτιμά τα συμπτώματα. Ένας εργαστηριακός και κλινικός έλεγχος βοηθά στο να αποκλείσει άλλες αιτίες που θα μπορούσαν πιθανόν να προκαλέσουν τα συμπτώματα.
Τα διαγνωστικά κριτήρια για την αγοραφοβία του DSM-5 περιλαμβάνουν την ανησυχία ή ακραίους φόβους που αναφέρονται σε τουλάχιστον δύο ακόλουθες καταστάσεις, και χαρακτηρίζονται από την δυσκολία να δραπετεύσει ή να βρει βοήθεια:
Επιπλέον διαγνωστικά κριτήρια περιλαμβάνουν :
Η αγοραφοβία μπορεί να επιδρά βαθιά στην καθημερινότητα του ατόμου. Με την κατάλληλη θεραπεία, ένας στους τρεις ανθρώπους τελικά ξεπερνούν πλήρως την αγοραφοβία και δεν την βιώνουν ξανά. Γύρω στους μισούς έχουν σημαντική βελτίωση, αλλά μπορεί να εμφανίσουν περιστασιακά κάποια ελάσσονα συμπτώματα υπό μεγάλη πίεση. Η πρώιμη θεραπεία (δηλαδή όσο πιο σύντομα απευθυνθεί για θεραπεία) είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα.